Βραδιά Ποίησης
Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012, 19:30

Εντευκτήριο Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Οργάνωση - Επιμέλεια
Λιλή Ντίνα

 

Απαγγέλλουν οι ποιητές
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Νάνος Βαλαωρίτης

Γιώργος Βέλτσος

Ιουλίτα Ηλιοπούλου

Ρούλα Κακλαμανάκη

Μαρίνα Καραγάτση

Αλέξανδρος Κωνσταντίνου

Πόλυ Μαμακάκη

Γιώργος Μαρκόπουλος

Γιώργος Μπλάνας

Αντώνης Φωστιέρης

 


Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Η ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Η ανορεξία της ύπαρξης

Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
Ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό, τα απαγορευμένα
για μένα σώματα δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή

αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου
η πηγή


Νάνος Βαλαωρίτης

ΟΥΡΑΝΟΣ ΧΡΩΜΑ ΒΑΝΙΛΙΑΣ

Το λάθος

Ο πόλεμος εναντίον του λάθους
εκ παραδρομής ή ασυνέπειας
άρχισε να παίρνει έντονους
ρυθμούς και χαρακτήρα λαϊκής

εξέγερσης- ακόμα και οι σκύλοι
συμμετέχουν οσφραινόμενοι
τις ύποπτες ιδέες στις επιστολές
μην εντοπίσουν μια συνωμοσία

είναι άλλωστε όπως γνωρίζουμε
γνωρίζετε και το γνωρίζουν όλοι
γενικώς άοσμο κι αόρατο το λάθος
και άυλο αφού παιδεύει κι εκ

παιδεύει τα πειθήνια όργανα
της εξουσίας διαψεύδοντας
το στραβοπάτημα που ορρωδεί
παντού κρυμμένο ώστε να μη

περάσει κανένα άλλο από αυτά
λαθραία απ' το λαθροκομείο
να μην ξεγλιστρήσει ούτε ένα
λαθάκι τυπογραφικό σ' ένα

γραπτό μα δυστυχώς τα νέα
είναι άσχημα τα λάθη λιγοστεύουν
κοντεύουν να φτάσουν στα πρό
θυρα της εξαφάνισης και μερικοί

τ' ομολογούνε πλέον ανοιχτά
το λάθος έχει προ πολλού
από μόνο του πεθάνει
χάρη σ' έναν δαιμόνιο

διορθωτή χωρίς να μετανιώνει
για ό,τι συμφορές προξένησε
στον αθώο πληθυσμό των λέξεων
από φανατική ορθοπληξία


Γιώργος Βέλτσος

ΑΝΑΠΟΔΑ ΟΔΕΥΕΙ Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ

Κι εγώ μετρώ

Κι εγώ μετρώ
αλλά δεν είναι θέμα αντοχής
πόσο ο καθένας μας κρατάει στο μακροβούτι
αν έξαφνα αναδύεται σ' άλλον ορίζοντα
μιας επιφάνειας νερού συνταιριασμένης
με το μολύβι του ουρανού
λες και γλιστράει ο κολυμβητής
από υπόγεια σήραγγα σε λίμνη
Κι εγώ δειλιάζω
στο χείλος εσωτερικού γκρεμού
σαν κάποιος να παρακινεί από χαμηλά
σε όρυγμα τραχύ
λάκκο ή σκάμμα προσεχούς οικοδομής
όπου υπήρξε κάποτε το σπίτι
και ο πατέρας μου, εργοδηγός
μου γνέφει να κατέβω
(Αν και δεν βλέπω πουθενά τη σκαλωσιά)
Μήπως το προορίζει για αμφιθέατρο νεκρών
με θώκους για καθέναν από μας
όπου, αναπαμένοι, το έργο μας θα δούμε απ' την αρχή;
Τυφλοί στα μάτια, πίσω απ' τη σκέψη μας διαρκώς;
...


Ιουλίτα Ηλιοπούλου

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

ΣΠΙΤΙ ΠΟΣΩΝ ΑΣΤΕΡΩΝ η νύχτα; Με μια σχεδία που καρφώθηκε στο δέντρο της αυλής να ταξιδεύεις. Βαθυκύανα των ουρανών ρεύματα με το επίμονο τικ-τακ αόρατου, πλην χρόνου να καταμετρά: λάθη λάθη λάθη. Δασυνόμενες λέξεις και περισπωμένες, που απάτησες ξανά τον εαυτό σου. Με ξένο ένδυμα να κατοικείς στα ψέματα τα αληθινά όνειρά σου. Κι ύστερα να πέφτεις και να κτυπάς στο γόνατο, επτά ετών παιδί σ' ένα άξενο σχολείο. Γύρω όλοι θορυβούν. Δύο αγόρια παλεύουν. Ένας φωνάζει "Κυριά κυρία τρέχει αίμα, αίμα σας λέω!" Αυτή αδιάφορη συνεχίζει με κόκκινο μελάνι να διορθώνει: έροτας με ω μέγα. Μια ακόμα διάψευση! Να γραφτεί εκατό φορές, σημειώνει και κλείνει το τετράδιο. Το διάλειμμα σταματά. Η σχεδία εξακολουθεί να σε ταξιδεύει. Σ' αυτό το ωμέγα.


Ρούλα Κακλαμανάκη

ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ Η ΜΝΗΜΗ

Ποιό σώμα μπαίνει μέσα στην ίδια του τη νοσταλγία;
Το σώμα τότε ή το σώμα τώρα;
Ή μήπως κανένα σώμα δεν μπαίνει
και χωρίς σώμα αυτή
σαν από μνήμης υπόλειμμα
στα περασμένα ξαναγυρίζει;
Μα και ποιά περασμένα στ'αλήθεια
ποιά περασμένα σου χαϊδεύουν τα μαλλιά και σου φιλούν τα μάτια

αν όχι του ενεστώτα χρόνου η ανεπάρκεια,
καθώς ξεβάφει τα μαλλιά και μαραίνει τα χείλη;

 
Μαρίνα Καραγάτση

ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟ
Ή ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Έχω ακουστά ότι πολλές φορές οι αγαπημένοι μας νεκροί κάνουν την εμφάνισή τους όταν εμείς βρισκόμαστε σε μεγάλη ανάγκη. Λες ο αδελφός μου να είχε πληροφορηθεί τι με περίμενε εκείνη τη νύχτα και να είχε έρθει να μου συμπαρασταθεί; Αλλά ποιος τα ξέρει αυτά; Ένα παράδοξο μυστήριο είναι η ζωή. "ΑΧ βρε ασυλλόιστε αδελφέ μου" του μιλούσα καθώς προχωρούσα. "Που τα έπινες μέχρι τα ξημερώματα εκεί κάτω στο μπαρ του Σίντνυ της Αστράλιας, γιατί ήθελες, λέει, να αποχαιρετήσεις τον παλαιό χρόνο και να υποδεχτείς τον νέο. Μπράβο του νέου χρόνου, ωραία υποδοχή σου έκανε ο μπαμπέσης. Έξι το πρωί έπιασες βάρδια στο εργοστάσιο κι από την πολλή ζαλάδα-ήτανε λέει κι ο καιρός βαρύς εκείνη την ημέρα με ζέστη και κουφόβραση-έπεσες με το κεφάλι μέσα στις μηχανές, σε πήρανε από κάτω οι άτιμες και σ' έκαμαν χίλια κομμάτια. Χέρια, πόδια, δάχτυλα, όλα ένας σωρός, και το ξανθό σου το κεφαλάκι, ίδιο Αρχαγγέλου, να κρέμεται κι αυτό άψυχο από τον ώμο"


Αλέξανδρος Κωνσταντίνου

ΗΜΙΘΑΝΗΣ ΤΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΩΝ

Μνήμη θανάτου

Συμπέραινα σκοτάδι ολοφυρόμενος
στην άμωμη εκατόμβη των αλυχτισμένων
λέξεων

κόντευε ξημέρωμα-εκεί κατά τις τρεις-
κρατώντας το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα,
του πένθους ανερμήνευτου το θάμβος!
Μέσα η νύχτα
έπαιρνε να κατακαίει τον καρπό
προτού προλάβεις να τον δρέψεις.
Ο χρόνος που μου δόθηκε γυρίζει
αξόδευτος πάλι στην πηγή του.
Κάθομαι εδώ δίχως να ζητάω, να ρωτώ
κρατώντας το μελάνωμα της μνήμης στην αγκαλιά μου


Πόλυ Μαμακάκη

εν(d)os

Συνομιλώντας με τη σιωπή

Η συσκευή του καφέ φιλτράρει το νερό μονολογώντας
Η γάτα περιμένει φαγητό
Το πράσινο ζωντανεύει στις γλάστρες
Οι τοίχοι κοιτούν παραμένοντας κάθετοι
Μέρα ακολουθεί μέρα με διάλειμμα νύχτας
Μήνας ακολουθεί μήνα με σπατάλη γόνιμων ημερών
Σε (άγονο) κύκλο
Είναι κι αυτός ένας τρόπος διαδοχής των πραγμάτων
Όταν το πετραδάκι της ματαίωσης
Σκίζει το πέπλο της επιθυμίας
Καλώς ορίσατε ανάβει ο υπολογιστής μονολογώντας
(Εσύ και ποιος άλλος;)

Ένα κουκούτσι βουβό έμεινε η καρδιά
Το φτύνεις στον ύπνο κι αυτό καρφώνεται
Όλο και πιο βαθιά μόλις ξυπνήσεις
Κλειδώνεις ξεκλειδώνεις κλειδώνεις ξεκλειδώνεις κλειδώνεις
Κάθεσαι σηκώνεσαι στέκεσαι κάθεσαι ξαπλώνεις σηκώνεσαι
Διανύεις ανεμπόδιστα όλες τις αποστάσεις
Εφευρίσκεις διαδρομές
Εξαντλείς το χώρο σε χώρο
Η μνήμη εξασθενεί ή (μήπως) απλουστεύει
Καθρεφτίζεσαι σε μονές σκιές και ακάλυπτα τζάμια
Γδύνεσαι χρώματα, τα στοιβάζεις στο λόφο του διαδρόμου

Μήνυμα: ΜΟΥΛΕΙΠΕΙΣ...
Πλήκτρα (touchscreen): Κ-Ι_Ε-Μ-Ε-Ν-Α
Άνω και κάτω τελεία-παύλα-παρένθεση που κλείνει (δηλ. : -)
Μήνυμα: ΦΙΛΙ!
Πλήκτρα (touchscreen): Χ-Χ-Χ
Ησυχάζεις από κινήσεις και φώτα
Κάτι λες εκεί που παρεμβαίνουν οι σκέψεις
Λόγος στερημένος την εκφορά
Κι ύστερα σου μιλά αυτό που ποτέ δεν θ' ακούσεις
Με βεβαιότητα (πως κάποιος το είπε ή κάπως το άκουσες)
Περιμένεις να αποκριθεί ξανά και ξανά
Μέσα σε επίσης αβέβαια παράσιτα σκόνης
Πατάς mute- γράφεις το ποίημα


Γιώργος Μαρκόπουλος

ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ

Ένα κάποιο στείλε μου σήμα

Με τ' όνομά σου να σε φωνάξω πια δεν μπορώ

Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα

Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μές στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.

Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθανάτου
και όπως μια βαλανιδιά σε χώρο εκτέλεσης,
είμαι μόνος και σε περιμένω.

Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη.
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανό του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο.

Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου,
Καθώς και με μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων,
Είμαι μόνος.

Είμαι μόνος και σε περιμένω.


Γιώργος Μπλάνας

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΑ

Στασιωτικό πέμπτο

Τι κάνατε, τι κάνατε, χάρτινα πλάσματα
διαβάσατε τον κόσμο ως τον γκρεμό του
κι έγινε ο κόσμος όλος ένας γκρεμός και ο γκρεμός κατοικημένος τρόμος:
τα σπίτια μοχθηρά
στοιχειά,
οι δρόμοι φίδια αχόρταγα κι ο ουρανός -ο ουρανός!-
ένα τεράστιο, αδέκαστο πουλί,
που γεννάει τον χειρότερο εαυτό του
στην ερημιά των αναγκών σας λέγεται και πόλη:
ελεύθεροι να γκρεμιστείτε ελεύθερα,
σπαράσσοντας ένας τον άλλον, ποιος θα φτάσει
ταχύτερα στη συντριβή του. Τέτοιο πάθος
για το πάθος του άλλου, του κωφάλαλου άλλου,
που αρρωσταίνει το πάθος του ανάπηρου άλλου,
που πονάει το πάθος του άλλου,
του άλλου αλλιώς: η μολυσμένη
δημοκρατία των από λάθος ζωντανών.
Χάσκει αχαλίνωτη η κόλαση
στο βάθος της λαγνείας σας
ζείτε από έρωτα για την καταστροφή
και η ζωή: μια μαδημένη σκύλα, ακολουθεί
τον θάνατο άστεγο σκαλίζουν τα σκουπίδια
με την απάθεια του μάταιου, ξαπλώνουν
στους δρόμους με το θράσος του ήδη ανύπαρκτου,
ροχαλίζουν πειναλέα όνειρα μιας τετράποδης αφθονίας,
ακατάσχετες ανέσεις νωθρές, σκοτεινές,
μουχλιασμένες πολυώροφες ανέσεις.
...


Αντώνης Φωστιέρης

Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ

Στάση αναμονής

Η σωστότερη κίνηση θα 'ναι αυτή που δεν κάναμε.

Αλλιώς πώς εξηγείται ότι τα δάκρυα
Δεν επαρκούν να διηγηθούν μέχρι τέλους
Καμιά βιογραφία;

Ξεχωρίζω τους ανθρώπους απ' το βλέμμα μετάνοιας
Με το οποίο ξεπλένουν τα κόκαλα
Της πιο ανώδυνης μνήμης. Τους βλέπω να στέκουν μετέωροι
Αδύναμοι ακόμα να συλλάβουν τι χάος βλακείας
Αντανακλά ένα δέσιμο γραβάτας
Μια καλησπέρα ή ολόκληρο λογύδριο από έδρας
Τι φρίκη θα ένοιωθε
Υποψήφια ψυχή γαντζωμένη στο έμβρυο
Καθώς αφήνει το θαλάμι της για να συρθεί
Στα ετοιμασμένα σκλαβοπάζαρα
Του πενθημέρου. Μουσικές φωταψίες
Γλυκασμοί σεληνώδεις και χρώματα
Μπαλώματα με ρακή ως τον αστράγαλο
Δε φτάνουν να καλύψουν σφιχτά την υφήλιο
σήψη. Εκείνοι που έσκαψαν
Μισό χιλιοστό κάτω απ' το σώμα τους
Τώρα μαραίνονται σε φυλακές ψυχιατρείων ή ταξιδεύουνε
Με λευκές και με μαύρες
Τα πελάγη του αέρα. Οι άλλοι συνεχίζουν να στριμώχνονται
Σε θυρίδες τραπέζης εκδοτήρια ουρές
Περιμένοντας κάτι
Το επόμενο τραίνο ή τον κύριο έφορο
Μπορεί και τη Δευτέρα Παρουσία-
Το τελειότερο πλάσμα της δημιουργίας δαπανάει την ύπαρξη
Στριμωγμένο σε ουρές από τέλεια πλάσματα
Που κι αυτά περιμένουν κάτι. Περιμένω σημαίνει
Προσκυνώ τη συνέχεια του χρόνου
Προεξοφλώ τη ζωή μου για τρία λεφτά
ως να 'ρθει λεωφορείο
Για έξι μήνες ως να πάρω το δάνειο
Προεξοφλώ επιταγές επιβίωσης
Δεκάδες κουρελόχαρτες συναλλαγματικές
Με αποδέκτη το μέλλον

Περιμένω σημαίνει πενθώ τη ζωή που ανέβαλα.

Γι' αυτό και τα δάκρυα δεν επαρκούν
Να διηγηθούν μέχρι τέλους
Καμιά βιογραφία

Γι' αυτό και καμιά βιογραφία δεν χωράει τα δάκρυα.

 

 

blank page | έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία