ΑρχικήΠοίησηΠοίηση

Ποίηση - Λάθος

Βραδιά Ποίησης
Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012, 19:30

Εντευκτήριο Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Οργάνωση - Επιμέλεια
Λιλή Ντίνα

 

Απαγγέλλουν οι ποιητές
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Νάνος Βαλαωρίτης

Γιώργος Βέλτσος

Ιουλίτα Ηλιοπούλου

Ρούλα Κακλαμανάκη

Μαρίνα Καραγάτση

Αλέξανδρος Κωνσταντίνου

Πόλυ Μαμακάκη

Γιώργος Μαρκόπουλος

Γιώργος Μπλάνας

Αντώνης Φωστιέρης

 


Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Η ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Η ανορεξία της ύπαρξης

Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
Ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό, τα απαγορευμένα
για μένα σώματα δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή

αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου
η πηγή


Νάνος Βαλαωρίτης

ΟΥΡΑΝΟΣ ΧΡΩΜΑ ΒΑΝΙΛΙΑΣ

Το λάθος

Ο πόλεμος εναντίον του λάθους
εκ παραδρομής ή ασυνέπειας
άρχισε να παίρνει έντονους
ρυθμούς και χαρακτήρα λαϊκής

εξέγερσης- ακόμα και οι σκύλοι
συμμετέχουν οσφραινόμενοι
τις ύποπτες ιδέες στις επιστολές
μην εντοπίσουν μια συνωμοσία

είναι άλλωστε όπως γνωρίζουμε
γνωρίζετε και το γνωρίζουν όλοι
γενικώς άοσμο κι αόρατο το λάθος
και άυλο αφού παιδεύει κι εκ

παιδεύει τα πειθήνια όργανα
της εξουσίας διαψεύδοντας
το στραβοπάτημα που ορρωδεί
παντού κρυμμένο ώστε να μη

περάσει κανένα άλλο από αυτά
λαθραία απ' το λαθροκομείο
να μην ξεγλιστρήσει ούτε ένα
λαθάκι τυπογραφικό σ' ένα

γραπτό μα δυστυχώς τα νέα
είναι άσχημα τα λάθη λιγοστεύουν
κοντεύουν να φτάσουν στα πρό
θυρα της εξαφάνισης και μερικοί

τ' ομολογούνε πλέον ανοιχτά
το λάθος έχει προ πολλού
από μόνο του πεθάνει
χάρη σ' έναν δαιμόνιο

διορθωτή χωρίς να μετανιώνει
για ό,τι συμφορές προξένησε
στον αθώο πληθυσμό των λέξεων
από φανατική ορθοπληξία


Γιώργος Βέλτσος

ΑΝΑΠΟΔΑ ΟΔΕΥΕΙ Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ

Κι εγώ μετρώ

Κι εγώ μετρώ
αλλά δεν είναι θέμα αντοχής
πόσο ο καθένας μας κρατάει στο μακροβούτι
αν έξαφνα αναδύεται σ' άλλον ορίζοντα
μιας επιφάνειας νερού συνταιριασμένης
με το μολύβι του ουρανού
λες και γλιστράει ο κολυμβητής
από υπόγεια σήραγγα σε λίμνη
Κι εγώ δειλιάζω
στο χείλος εσωτερικού γκρεμού
σαν κάποιος να παρακινεί από χαμηλά
σε όρυγμα τραχύ
λάκκο ή σκάμμα προσεχούς οικοδομής
όπου υπήρξε κάποτε το σπίτι
και ο πατέρας μου, εργοδηγός
μου γνέφει να κατέβω
(Αν και δεν βλέπω πουθενά τη σκαλωσιά)
Μήπως το προορίζει για αμφιθέατρο νεκρών
με θώκους για καθέναν από μας
όπου, αναπαμένοι, το έργο μας θα δούμε απ' την αρχή;
Τυφλοί στα μάτια, πίσω απ' τη σκέψη μας διαρκώς;
...


Ιουλίτα Ηλιοπούλου

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

ΣΠΙΤΙ ΠΟΣΩΝ ΑΣΤΕΡΩΝ η νύχτα; Με μια σχεδία που καρφώθηκε στο δέντρο της αυλής να ταξιδεύεις. Βαθυκύανα των ουρανών ρεύματα με το επίμονο τικ-τακ αόρατου, πλην χρόνου να καταμετρά: λάθη λάθη λάθη. Δασυνόμενες λέξεις και περισπωμένες, που απάτησες ξανά τον εαυτό σου. Με ξένο ένδυμα να κατοικείς στα ψέματα τα αληθινά όνειρά σου. Κι ύστερα να πέφτεις και να κτυπάς στο γόνατο, επτά ετών παιδί σ' ένα άξενο σχολείο. Γύρω όλοι θορυβούν. Δύο αγόρια παλεύουν. Ένας φωνάζει "Κυριά κυρία τρέχει αίμα, αίμα σας λέω!" Αυτή αδιάφορη συνεχίζει με κόκκινο μελάνι να διορθώνει: έροτας με ω μέγα. Μια ακόμα διάψευση! Να γραφτεί εκατό φορές, σημειώνει και κλείνει το τετράδιο. Το διάλειμμα σταματά. Η σχεδία εξακολουθεί να σε ταξιδεύει. Σ' αυτό το ωμέγα.


Ρούλα Κακλαμανάκη

ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ Η ΜΝΗΜΗ

Ποιό σώμα μπαίνει μέσα στην ίδια του τη νοσταλγία;
Το σώμα τότε ή το σώμα τώρα;
Ή μήπως κανένα σώμα δεν μπαίνει
και χωρίς σώμα αυτή
σαν από μνήμης υπόλειμμα
στα περασμένα ξαναγυρίζει;
Μα και ποιά περασμένα στ'αλήθεια
ποιά περασμένα σου χαϊδεύουν τα μαλλιά και σου φιλούν τα μάτια

αν όχι του ενεστώτα χρόνου η ανεπάρκεια,
καθώς ξεβάφει τα μαλλιά και μαραίνει τα χείλη;

 
Μαρίνα Καραγάτση

ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟ
Ή ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Έχω ακουστά ότι πολλές φορές οι αγαπημένοι μας νεκροί κάνουν την εμφάνισή τους όταν εμείς βρισκόμαστε σε μεγάλη ανάγκη. Λες ο αδελφός μου να είχε πληροφορηθεί τι με περίμενε εκείνη τη νύχτα και να είχε έρθει να μου συμπαρασταθεί; Αλλά ποιος τα ξέρει αυτά; Ένα παράδοξο μυστήριο είναι η ζωή. "ΑΧ βρε ασυλλόιστε αδελφέ μου" του μιλούσα καθώς προχωρούσα. "Που τα έπινες μέχρι τα ξημερώματα εκεί κάτω στο μπαρ του Σίντνυ της Αστράλιας, γιατί ήθελες, λέει, να αποχαιρετήσεις τον παλαιό χρόνο και να υποδεχτείς τον νέο. Μπράβο του νέου χρόνου, ωραία υποδοχή σου έκανε ο μπαμπέσης. Έξι το πρωί έπιασες βάρδια στο εργοστάσιο κι από την πολλή ζαλάδα-ήτανε λέει κι ο καιρός βαρύς εκείνη την ημέρα με ζέστη και κουφόβραση-έπεσες με το κεφάλι μέσα στις μηχανές, σε πήρανε από κάτω οι άτιμες και σ' έκαμαν χίλια κομμάτια. Χέρια, πόδια, δάχτυλα, όλα ένας σωρός, και το ξανθό σου το κεφαλάκι, ίδιο Αρχαγγέλου, να κρέμεται κι αυτό άψυχο από τον ώμο"


Αλέξανδρος Κωνσταντίνου

ΗΜΙΘΑΝΗΣ ΤΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΩΝ

Μνήμη θανάτου

Συμπέραινα σκοτάδι ολοφυρόμενος
στην άμωμη εκατόμβη των αλυχτισμένων
λέξεων

κόντευε ξημέρωμα-εκεί κατά τις τρεις-
κρατώντας το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα,
του πένθους ανερμήνευτου το θάμβος!
Μέσα η νύχτα
έπαιρνε να κατακαίει τον καρπό
προτού προλάβεις να τον δρέψεις.
Ο χρόνος που μου δόθηκε γυρίζει
αξόδευτος πάλι στην πηγή του.
Κάθομαι εδώ δίχως να ζητάω, να ρωτώ
κρατώντας το μελάνωμα της μνήμης στην αγκαλιά μου


Πόλυ Μαμακάκη

εν(d)os

Συνομιλώντας με τη σιωπή

Η συσκευή του καφέ φιλτράρει το νερό μονολογώντας
Η γάτα περιμένει φαγητό
Το πράσινο ζωντανεύει στις γλάστρες
Οι τοίχοι κοιτούν παραμένοντας κάθετοι
Μέρα ακολουθεί μέρα με διάλειμμα νύχτας
Μήνας ακολουθεί μήνα με σπατάλη γόνιμων ημερών
Σε (άγονο) κύκλο
Είναι κι αυτός ένας τρόπος διαδοχής των πραγμάτων
Όταν το πετραδάκι της ματαίωσης
Σκίζει το πέπλο της επιθυμίας
Καλώς ορίσατε ανάβει ο υπολογιστής μονολογώντας
(Εσύ και ποιος άλλος;)

Ένα κουκούτσι βουβό έμεινε η καρδιά
Το φτύνεις στον ύπνο κι αυτό καρφώνεται
Όλο και πιο βαθιά μόλις ξυπνήσεις
Κλειδώνεις ξεκλειδώνεις κλειδώνεις ξεκλειδώνεις κλειδώνεις
Κάθεσαι σηκώνεσαι στέκεσαι κάθεσαι ξαπλώνεις σηκώνεσαι
Διανύεις ανεμπόδιστα όλες τις αποστάσεις
Εφευρίσκεις διαδρομές
Εξαντλείς το χώρο σε χώρο
Η μνήμη εξασθενεί ή (μήπως) απλουστεύει
Καθρεφτίζεσαι σε μονές σκιές και ακάλυπτα τζάμια
Γδύνεσαι χρώματα, τα στοιβάζεις στο λόφο του διαδρόμου

Μήνυμα: ΜΟΥΛΕΙΠΕΙΣ...
Πλήκτρα (touchscreen): Κ-Ι_Ε-Μ-Ε-Ν-Α
Άνω και κάτω τελεία-παύλα-παρένθεση που κλείνει (δηλ. : -)
Μήνυμα: ΦΙΛΙ!
Πλήκτρα (touchscreen): Χ-Χ-Χ
Ησυχάζεις από κινήσεις και φώτα
Κάτι λες εκεί που παρεμβαίνουν οι σκέψεις
Λόγος στερημένος την εκφορά
Κι ύστερα σου μιλά αυτό που ποτέ δεν θ' ακούσεις
Με βεβαιότητα (πως κάποιος το είπε ή κάπως το άκουσες)
Περιμένεις να αποκριθεί ξανά και ξανά
Μέσα σε επίσης αβέβαια παράσιτα σκόνης
Πατάς mute- γράφεις το ποίημα


Γιώργος Μαρκόπουλος

ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ

Ένα κάποιο στείλε μου σήμα

Με τ' όνομά σου να σε φωνάξω πια δεν μπορώ

Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα

Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μές στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.

Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθανάτου
και όπως μια βαλανιδιά σε χώρο εκτέλεσης,
είμαι μόνος και σε περιμένω.

Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη.
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανό του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο.

Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου,
Καθώς και με μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων,
Είμαι μόνος.

Είμαι μόνος και σε περιμένω.


Γιώργος Μπλάνας

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΑ

Στασιωτικό πέμπτο

Τι κάνατε, τι κάνατε, χάρτινα πλάσματα
διαβάσατε τον κόσμο ως τον γκρεμό του
κι έγινε ο κόσμος όλος ένας γκρεμός και ο γκρεμός κατοικημένος τρόμος:
τα σπίτια μοχθηρά
στοιχειά,
οι δρόμοι φίδια αχόρταγα κι ο ουρανός -ο ουρανός!-
ένα τεράστιο, αδέκαστο πουλί,
που γεννάει τον χειρότερο εαυτό του
στην ερημιά των αναγκών σας λέγεται και πόλη:
ελεύθεροι να γκρεμιστείτε ελεύθερα,
σπαράσσοντας ένας τον άλλον, ποιος θα φτάσει
ταχύτερα στη συντριβή του. Τέτοιο πάθος
για το πάθος του άλλου, του κωφάλαλου άλλου,
που αρρωσταίνει το πάθος του ανάπηρου άλλου,
που πονάει το πάθος του άλλου,
του άλλου αλλιώς: η μολυσμένη
δημοκρατία των από λάθος ζωντανών.
Χάσκει αχαλίνωτη η κόλαση
στο βάθος της λαγνείας σας
ζείτε από έρωτα για την καταστροφή
και η ζωή: μια μαδημένη σκύλα, ακολουθεί
τον θάνατο άστεγο σκαλίζουν τα σκουπίδια
με την απάθεια του μάταιου, ξαπλώνουν
στους δρόμους με το θράσος του ήδη ανύπαρκτου,
ροχαλίζουν πειναλέα όνειρα μιας τετράποδης αφθονίας,
ακατάσχετες ανέσεις νωθρές, σκοτεινές,
μουχλιασμένες πολυώροφες ανέσεις.
...


Αντώνης Φωστιέρης

Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ

Στάση αναμονής

Η σωστότερη κίνηση θα 'ναι αυτή που δεν κάναμε.

Αλλιώς πώς εξηγείται ότι τα δάκρυα
Δεν επαρκούν να διηγηθούν μέχρι τέλους
Καμιά βιογραφία;

Ξεχωρίζω τους ανθρώπους απ' το βλέμμα μετάνοιας
Με το οποίο ξεπλένουν τα κόκαλα
Της πιο ανώδυνης μνήμης. Τους βλέπω να στέκουν μετέωροι
Αδύναμοι ακόμα να συλλάβουν τι χάος βλακείας
Αντανακλά ένα δέσιμο γραβάτας
Μια καλησπέρα ή ολόκληρο λογύδριο από έδρας
Τι φρίκη θα ένοιωθε
Υποψήφια ψυχή γαντζωμένη στο έμβρυο
Καθώς αφήνει το θαλάμι της για να συρθεί
Στα ετοιμασμένα σκλαβοπάζαρα
Του πενθημέρου. Μουσικές φωταψίες
Γλυκασμοί σεληνώδεις και χρώματα
Μπαλώματα με ρακή ως τον αστράγαλο
Δε φτάνουν να καλύψουν σφιχτά την υφήλιο
σήψη. Εκείνοι που έσκαψαν
Μισό χιλιοστό κάτω απ' το σώμα τους
Τώρα μαραίνονται σε φυλακές ψυχιατρείων ή ταξιδεύουνε
Με λευκές και με μαύρες
Τα πελάγη του αέρα. Οι άλλοι συνεχίζουν να στριμώχνονται
Σε θυρίδες τραπέζης εκδοτήρια ουρές
Περιμένοντας κάτι
Το επόμενο τραίνο ή τον κύριο έφορο
Μπορεί και τη Δευτέρα Παρουσία-
Το τελειότερο πλάσμα της δημιουργίας δαπανάει την ύπαρξη
Στριμωγμένο σε ουρές από τέλεια πλάσματα
Που κι αυτά περιμένουν κάτι. Περιμένω σημαίνει
Προσκυνώ τη συνέχεια του χρόνου
Προεξοφλώ τη ζωή μου για τρία λεφτά
ως να 'ρθει λεωφορείο
Για έξι μήνες ως να πάρω το δάνειο
Προεξοφλώ επιταγές επιβίωσης
Δεκάδες κουρελόχαρτες συναλλαγματικές
Με αποδέκτη το μέλλον

Περιμένω σημαίνει πενθώ τη ζωή που ανέβαλα.

Γι' αυτό και τα δάκρυα δεν επαρκούν
Να διηγηθούν μέχρι τέλους
Καμιά βιογραφία

Γι' αυτό και καμιά βιογραφία δεν χωράει τα δάκρυα.

 

 

Διαβάστε περισσότερα...

Βραδιά Ποίησης
Δευτέρα 9 Μαΐου 2011, 20:00

Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων

Ακαδημίας 50, 1ος όροφος, Είσοδος ελεύθερη


Επιμέλεια - Παρουσίαση Προγράμματος

Λιλή Ντίνα

 

Το επέκεινα στη ζωή και στην Τέχνη

Η ανθρώπινη σκέψη όταν δεν είναι γραμμική, περιέχει ένα στοιχείο πίστης. Αυτή η πίστη, δεν είναι θεολογική, δεν είναι άθεη είναι εκσκαφέας αλήθειας, ενίοτε και πρόπλασμά της και πάντως σε συνεχή διάλογο μαζί της. Πάνω σε παρόμοιους δρόμους, πιστεύω, θα βαδίσουν και οι ποιητές , «καθ’ύλην αρμόδιοι» να καταθέσουν τις σκέψεις τους, για το έσχατο όριο και το εκείθεν του.


Απαγγέλλουν οι ποιητές

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Νάνος Βαλαωρίτης

Χάρης Βλαβιανός

Βασίλης Ζηλάκος

Γιάννης Καλπούζος

Θεώνη Κοτίνη

Γιώργος Μαρκόπουλος

Φλώρα Ορφανουδάκη

Σωτήρης Παστάκας

Μανώλης Πρατικάκης

 

 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκυτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μηπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε όλοι εμείς.

Πως οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ'αυτό που πρώτο λειώνει:
το σώμα.

Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ'ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει...

Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδιασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο'
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω'
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.


Νάνος Βαλαωρίτης

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΕΓΓΥΗΜΕΝΗ (απόσπασμα)
(Από την ομώνυμη συλλογή)

Θα συνεχίσω να γράφω και μετά θάνατον;
Έχω γράψει σε ώρα τροπικής θύελλας,
τις παραμονές του θανάτου - κι όταν το πλοίο βυθιζόταν
τραγούδησα στο κατάστρωμα,
κι όταν γκρεμίζονταν οι κολόνες του ναού,
έκρουσα τις φωνητικές μου χορδές με την τελευταία μου πνοή.
Έγραψα σε ώρες διακοπής ρεύματος μες στο σκοτάδι
σε ώρα ψυχικού κλονισμού, παγιδευμένος κάτω
από χαλάσματα χωρίς αέρα κι αντικρίζοντας
εκτελεστικά αποσπάσματα δικτατοριών.
Έγραψα σ' εκκωφαντικές συναυλίες σκληρού ροκ
και στο κρεβάτι μου όταν κοιμόμουνα:
Τώρα χρειάζομαι μόνο χαρτί και καλαμάρι
να συνεχίσω να γράφω στον αιώνα τον άπαντα.
Μα που θα βρω χαρτί και καλαμάρι στον τάφο;
Χμ, δεν το είχα σκεφτεί αυτό.
Θα πρέπει να τα παραγγείλω εγκαίρως από πριν.
Και σε μεγάλες ποσότητες. Μα τι θα κάνω αν σαπίσει;
Τότε θα πρέπει να γράψω με πνευματική πένα σε πνευματικό χαρτί.
'Η ακόμα καλύτερα, θα υπαγορεύσω σε κάποιο ζώντα συγγραφέα,
στοιχειώνοντας τον αφού πεθάνω.

Έτσι άλλωστε ο τυφλός Μίλτονας δεν υπαγόρευε
στην κόρη του κάθε μέρα τη συνέχεια του
"Παραδείσου Απολεσθέντος",
όπως την είχε σκεφτεί την προηγούμενη νύχτα,
κι ο Iρλανδός Φέρντους Μακρόιχ δεν υπαγόρεψε
το επικό αφήγημα του "Τέιν" από τον τάφο του,
σε κείνον που το κατέγραψε,
κι ο Όμηρος δεν έκανε έκκληση στις Μούσες
να τον βοηθήσουν με την Ιλιάδα και την Οδύσσειά του,
κι όπως μαρτυρούν οι ηθοποιοί που φτιάξανε την
πρώτη έκδοση των έργων του,
το χέρι του Σαίξπηρ δεν έγραφε απ' ευθείας ό, τι σκεφτότανε
χωρίς να σβήνει ποτέ του τίποτα, κι ο Ουίλιαμ Μπλέικ δεν
αντέγραφε τον "Μίλτονα" του από ένα άλλο μεγάλο ποίημα που υπήρχε κάπου στο Υπερπέραν κι ο...


Χάρης Βλαβιανός

ΠΑΟΥΛ ΚΛΕΕ: "ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ¨
(Από τη συλλογή "Διακοπές στην πραγματικότητα)

Πέθανε από σκληροδερμία(σπάνια ασθένεια)
σ'ένα κοινό νοσοκομείο του Λοκάρνο(29 Ιουνίου 1940)
λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Ήταν μόλις εξήντα.
Τρία χρόνια νωρίτερα
το ναζιστικό καθεστώς είχε οργανώσει έκθεση στο Μόναχο
με τίτλο "Εκφυλισμένη τέχνη"
στην οποία είχε συμπεριλάβει δεκαεπτά πίνακές του.

Σε επιστολή του στον φίλο του Βιλ Γκρόμαν τρεις μήνες πριν από το τέλος σημείωνε:
"Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα έργα μου
ακολουθούν τον δρόμο του τραγικού.
Πολλά το επιβεβαιώνουν λέγοντας ότι "ήγγικεν η ώρα"

Τα λόγια που αναγράφονται στην επιτύμβια στήλη
στο κοιμητήριο Schlosshalde στη Βέρνη, είναι δικά του:
"Δεν θα γίνω κατανοητός σ'αυτόν τον κόσμο,
γιατί νοιώθω το ίδιο άνετα με τους νεκρούς
όσο και μ'αυτούς που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη-
πλησίασα λίγο πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας

όμως βρίσκομαι πολύ μακριά της".
Όταν ρωτήθηκε γιατί ζωγραφίζει, απάντησε:
"Γιά να ζήσω δύο-τρεις μέρες ακόμη
μετά τον θανατό μου"


Βασίλης Ζηλάκος

ΝΕΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΧΑΡΑΞΑΝ ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ
στον Αντώνη Γκάντζη

1
Απόβραδο
σιγούν τα ξύλα στους δρυμούς —
τα χέρια στου κορμιού το μέρωμα
παύουν τις ώρες σου να ξυπνούν·
δεν τρυπουν τον αγέρα
δεν σ' αγγίζουν...

Κρυστάλλινα δάχτυλα
μορφές απαλές σαν χιόνι
στο διάστημα ρίχνουν πέτρες
και στάχτες θορυβώδεις.

Μια ενθύμηση αργοκίνητη
γεμάτη εντιμότητα
που σπέρνει τη βαθυγάλαζη γαλήνη
κι η πλάση μες στην έξαψη υποχωρεί.

2
Στα δέντρα
πουλια ορθροκύανα
μνημονεύουν την αποκαθήλωση
των οριζόντων.

Εκεί που κάτι έχει υπάρξει
ίσως μια νότα ή η μουσική
κάτι άλλο τη γη ξανά ονειρεύεται...

Τη στιγμή που ο γύπας
χώνευε το σπλάχνο του Προμηθέα
μικρή καμπάνα καλούσε σε τόπο μακρινό:
Γριάς το χέρι εκεί έγνεθε
Σκιάς το χέρι εκεί έσκαβε
και ευωδίαζε η άνοιξη με κόκκινο μαγνάδι.

Τί σου μήνυε το δάκρυ μου καπνισμένο;

Λύγιζε τις δενδροκορφές, σβώλιαζε τον ουρανό.


Γιάννης Καλπούζος

ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ ΝΥΧΤΑ (απόσπασμα)

Δραπετεύουν οι λέξεις.
Γίνομαι θηρευτής.
Να τις συλλάβω. Με καλάμια, με λυγιές να πλέξω καλάθια.
Έτσι κουβαλώ το νερό μου.
Λέω πως μεταφέρω ποτάμια στο βουνό.
Θάλασσες στα μάτια σου.
Σύννεφα να σκεπαστείς.
Πάω, έρχομαι ολονυκτίς. Τρέχω στα λιβάδια. Λάμπουν οι λέξεις μες στη
νύχτα. Αναβοσβήνουν σαν πυγολαμπίδες. Τις χτυπώ με την παλάμη και
πέφτουν. Τις φυλακίζω σε μπουκάλια.
Νερό που φωσφορίζει. Τις ορίζει το φως. Με ορίζει το βλέμμα σου. Δεν
ορίζω τίποτε.
Ορίζω.
Ορισμός.
Ορυκτό του νου. Σελίδες όπου πυροβολεί το αλφάβητο. Στίγματα της
επίθεσης των αοράτων.
Μην αιχμαλωτίζεσαι. Μην διαβάζεις τα στίγματα. Να τ’ ακούς. Να τα
μυρίζεσαι. Να τα βλέπεις να χορεύουν.
Όπως χορεύουν οι Ηπειρώτες.
Όπως ακροπατούν ή χάνονται στις φλόγες. Έτσι. Σα να τους τραβά τα
πόδια ο θάνατος. Να τους μαγνητίζει κι ο ουρανός.
Απομαγνητίζεται ο ουρανός. Μ’ εγκαταλείπει. Σήκωσε αέρα και γέμισαν οι
δρόμοι γύφτικα τσαντίρια. Στις ταράτσες στροβιλίζεται ο προηγούμενος αιώνας
κι ο τωρινός. Κατέβηκε κι ο Θεός να κατασκοπεύσει. Ύψωσε κι ο Εωσφόρος
περισκόπιο. Τι να δουν. Τίποτε το ασυνήθιστο.
Άνοιξαν οι ασκοί του Μίδα. Μάνητα και παραφροσύνη.
Θηλυκά κι αρσενικά σφάζονται επί ίσοις όροις.
Τα θύματα κομματιάζονται και τα ρίχνουν να θρέψουν τους απογόνους
τους. Παστώνουν μόνο τους φαλλούς και τους κρεμάνε στις γωνίες, σαν
εικονοστάσι. Κάτι να βρουν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος, των ανερώτων
εποχών.
Αμήν.
Όσο κυκλοφορεί ελεύθερος ο θάνατος, θ’ αντέξουμε τη ζωή.
Όσο η νύχτα ξεβάφει τα χρώματα μόνο εγκαύματα θ’ αφήνει το βάσκανο
φως.
Αχολογούν μπουμπουνητά.
...

 

Θεώνη Κοτίνη
(Από τη συλλογή «Θεός ή Αγάπη», Γαβριηλίδης, 2010)

ΑΜΑΡΤΗΣΑ Κύριε
όσους αγαπώ τους έχω πενθήσει ζωντανούς
Έφευγα Κύριε
και είναι πολλοί αυτοί που αρνήθηκα
που εγκατέλειψα στην ανωνυμία
Σύλησα Κύριε το ναό σου
με αυτάρεσκη άγνοια
δεν γνώριζα
πως η ροή της παπαρούνας στ’ αεράκι
ρίχνει το αίμα σου σπορά στο νέο χορτάρι
Σε χλεύασα Κύριε
το μόνο θαύμα που έμαθα
είναι να κάνω το κρασί νερό
και το ψωμί ένα ψίχουλο
Ήμουν πάντα απούσα
από τον όρθρο των πουλιών
όταν μπορείς να δεις το φως
να επείγει
οξύ και λίγο
σαν σπάθισμα χελιδονιού πάνω απ’ τον ύπνο
Είπα ψέματα Κύριε
πως ελπίζω
κι ας είμαι απ’ αυτούς
που πότε δεν πίστεψαν
που ποτέ δεν άλλαξαν
που ποτέ δεν πάλεψαν
να κρατήσουν κοντά
την αγάπη


Γιώργος Μαρκόπουλος

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
(Από τη συλλογή "Ο κρυφός κυνηγός")

Με χέρι στιβαρό και γενναία καρδιά
αποκαλύπτει τη φθορά απ'τις φόδρες της.
Ο λόγος της πουλί μαύρο που χέρι απρόβλεπτο
ψάχνοντας γιά κάτι άλλο το ξεβόλεψε απ'τη φωλιά του'
αψύς και θερμός λόγος,νήπιο κλάμα μωρού
και πρώτο δόντι βγαλμένο παιδιού
σε πετσέτα λευκή βαπτίσεως,κόκκινο, ματωμένο.

Φωνή λέαινας αλλά και παράπονο γυναίκας
που ξεντύνεται στο άλλο δωμάτιο
ύστερα από ματαίωση πολυπόθητης εξόδου.
Ήχοι βημάτων ακαθόριστων,επισκέψεων θανάτου.
Μουσική κλαγγή ξύλου, ομιλίες σιωπών, χάσματα κενών
και μπαρούτη λαχανιασμένη σε κοιλώματα βροχής.
Προαίσθημα φόβου ακόμη και φθινόπωρο, θάλασσα,
εξοχή, δάκρια, παρελθόν, ενάργεια μοναξιά
και στο βάθος της λίμνης
το δαχτυλίδι της μνήμης να λάμπει.


Φλώρα Ορφανουδάκη

Η ΠΤΩΣΗ
(Από τη συλλογη "Το χαμένο 'Ιλιο")

Οι κορυφογραμμές της ψυχής μου
ληστεύουν την απειρία της οιμωγής
Το σώμα μου διάτρητο.από φτερούγες μελανόμορφωναγγέλων.Η φωνή μου διοχετεύεται
εις τον πορθμόν της απορίας.
Συνοδεύω την αδιάβλητηορθότητα του ονείρου.
Τα διαστήματα σκορπίζονται
στη θέα της φυγής μου.
Το αχνό τρέμουλο της μέρας
μετουσιώνεται εις αιμα.Η ασίγαστη ατραπός
της ανάγκης διοχετεύεται
σ’ ένα Σταθμό Πρώτων Βοηθειών.

Φραγμένα τα περιβόλια
της αδιαπτώτου θυσίας.Ακανθώδεις οι νηρηΐδες
της στιλβωμένης νεότητας.
Το ανείπωτο θερίο του θανάτου
ξεβράστηκε στην παραλία
της θελήσεώς μου.Εδίστασα ως προς το αναγκαίο
του ιδίου μου του πένθους.
Αι ύσταται συντριβαί των πρυμνέων
μαρτύρων δεσπόζουν εις την μνήμην μου.Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο…


Σωτήρης Παστάκας

ΤΟ ΤΡΙΤΟ

Κάθε φορά που συντονίζομαι στο Τρίτο
είναι σα να συναντάω δυο - τρείς φίλους
που ακούν αποκλειστικά Τρίτο Πρόγραμμα
και να συνομιλώ μαζί τους. Κάθε φορά
που συντονίζομαι στο Τρίτο, συντονίζομαι
στο Επέκεινα με τον Γιώργο Δρανδάκη.
Άκουγε μόνο Τρίτο κι ο μακαρίτης.
Πέθανε μόνος κι αβοήθητος με το ακουστικό
του τηλεφώνου στο χέρι, ακούγοντας
πιθανότατα Τρίτο Πρόγραμμα. Τώρα
που μόλις 5 χρόνια με χωρίζουν από την ηλικία
του θανάτου του, αυτό που φοβάμαι περισσότερο
είναι να πεθάνω μόνος μου κι εγώ, αβοήθητος.
Χίλιες φορές ο θάνατος μέσα σε κόσμο, σε πολύ κόσμο.
Ίσως γι' αυτό να ταξιδεύω ασταμάτητα
αυτόν τον καιρό: μην τυχόν και με πετύχει
ο θάνατος μόνο κι ανυπεράσπιστο στο σπίτι.


Μανώλης Πρατικάκης

ΕΛΕΓΕΙΑΚΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ (απόσπασμα δεύτερο)

Όταν είμαστε θλιμένοι γειτνιάζουμε με τους νεκρούς μας
Μας κοιτούν μέσα απ'τα βλέφαρα των δέντρων.
Μας αγγίζουν με αφής λουλούδια
που σε αγάπης σώματα εφημερεύουν.
Είναι παντού κρυμμένοι. Στο τρεχούμενο νερό,
θόρυβο της φαντασίας.Υφαίνουν φευγαλέα
στο μυστήριο μιάς φλόγας τη μορφή του αινίγματός τους
Είναι το αλάτι μέσα στο νερό που περιμένει
τον κρυστάλινο Λόγο μας γιά να πυκνώσει.
Ανασαίνουν μέσα σε δένδρινα συσκοτισμένα σπίτια.
Τα κλαδάκια τους πλέκουν τραγούδι με τους φθόγγους
του περιπλανώμενου πένθους μας.
(Καμιά φορά, σε αμήχανο βράδυ,ψαύοντας τα πλήκτρα
ξυπνά το πιό νωπό τους όνειρο
μέσα στο σχέδιο των ήχων)
Καραδοκούν απρόβλεπτο μοντάζ που συναιρεί
Α-λήθεια και λήθη. Όπως στο όνειρο
που χαιρετιούνται ζωντανοί με πεθαμένους.

Σβησμένα άστρα που προσμένουνε το φως μας.
Καθώς το αίμα τους φωτίζει το δικό μας.

 

 

Διαβάστε περισσότερα...

Ποίηση - Θεοφαγία - Ανθρωποφαγία

Βραδιά Ποίησης

Σάββατο 8 Μαΐου 2010, 19:30

Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων

αίθουσα Ν. Γύζη, 1ος όροφος

 

Υπεύθυνη Προγράμματος

Λιλή Ντίνα

 

Απαγγέλλουν οι ποιητές

Γιώργος Βέης

Χάρης Βλαβιανός

Νίκος Ερηνάκης

Ρούλα Κακλαμανάκη

Μαρία Λαγγουρέλη

Λιλή Ντίνα

Παυλίνα Παμπούδη

Αθηνά Παπαδάκη

Γρηγορία Πούλιου

Δέσποινα Τομαζάνη

 


Γιώργος Βέης
Επιτραπέζιο φεγγάρι

Πλανόδιοι πωλητές φρούτων και λαχανικών.
Στέκια εμπόρων ρούχων λουσμένων στο φώς κινητών λαμπτήρων.
Τιμές προσιτές ακόμα και γιά τους ανήλικους φτωχούς πελάτες.
Λάδι που κοχλάζει στις μεγάλες ιδιόμορφες κατσαρόλες-χύτρες, τα γουόκ
Όπου εναλλάσσονται μακαρόνια, Σουπιές περασμένες σε καλαμάκια,
Μικροσκοπικά σαλιγκάρια που σε κάνουν ν' απορείς
Αν μπορούν να προστατέψουν έστω μιά σταλιά κρέατος,
Τρυγόνια, σκορπιοί με ανοιχτά πόδια τρυπημένα εγκάρσια,
Τέσσερις ή πέντε μαζί, σε μικρά ξυλάκια.....

 

Χάρης Βλαβιανός
Από τα "Σονέτα της συμφοράς"

Πως προτιμάτε το ποίημά σας κύριε; Καλά ψημένο ή ωμό;
—Ωμό… όπως ακριβώς το έτρωγε κι εκείνος.
Ωραία το είχε θέσει — με ζηλευτή ακρίβεια:
“how would you like your blue-eyed boy Mr. Death?”
My blue-eyed father στην περίπτωσή μου…
—Α! Λυπάμαι ειλικρινά. Τα θερμά μου συλλυπητήρια.
Η σημερινή μέρα πάντως προσφέρεται. Έχει τα καλά του αυτός ο τόπος.
Από χθες το βράδυ βρέχει ακατάπαυστα. Ξέρετε, τροπική καταιγίδα, κλπ.
Τα σύννεφα έχουν συμμορφωθεί πλήρως με τη διάθεσή σας.
Αυτή η νοσηρή υγρασία στην ατμόσφαιρα,
ο ιδρώτας που κάνει τα ρούχα να κολλάνε στο δέρμα,
θα σας βοηθήσουν να στοχαστείτε το ζήτημα σε όλες του τις πτυχές.
Το ποίημά σας πάντως δεν θ’ αργήσει. Ωμό, όπως το ζητήσατε.
Να κολυμπάει στο αίμα.

 

Νίκος Ερηνάκης

κανείς δεν είπε ότι είναι απόλαυση
ίσως μια πλάνη απλώς
άλλο η αίσθηση κι άλλο οι αισθήσεις

κάνεις κάτι δικό σου ή το αφήνεις;
αν δεν ήδη νιώθεις,νιώσε
μυρίζει θυσία

δοκίμασε
όχι ξανά μια φορά
δοκίμασε

όταν το εγώ γίνεται θεατής
δεν το ξέρεις αλλά το έχεις καταλάβει

τα σύμβολα έχουν από καιρό πεθάνει
οπότε περιμένουμε την αναγέννηση τους
από στιγμή σε στιγμή

 

Ρούλα Κακλαμανάκη

ΑΓΙΑ ΡΟΥΤΙΝΑ

Ο ουρανός κατάφωτος, δροσερός, κι ο Θεός πατέρας αγαθός.
Το τραπέζι στρωμένο, τα λουλούδια σε κρυστάλλινο βάζο.
Η σκέψη αρκεί: ίσα να φας τη σούπα σου, τη μπριτζόλα σου,
το φρούτο σου, το γλυκό σου. Στην τελευταία γουλιά του καφέ,
αρχίζεις να αισθάνεσαι τη χυδαιότητα των επίγειων ευθυνών.
-*-
Αγία πλήξη, αγία ρουτίνα. Ούτε πόλεμος, ούτε πείνα.
Ούτε αρρώστια, ούτε θάνατος. Πρωί κι ανοίγεις τα
παράθυρα του σπιτιού. Πλένεις το πρόσωπο και τα χέρια σου.
Παίρνεις το χάπι, ετοιμάζεις το πρωινό. Φέρνεις τα πάνω κάτω
στη ντουλάπα των ρούχων, παρατηρείς τον όγκο και το βάρος
του σώματός σου, εκνευρίζεσαι.
Επιθυμείς κι ένα δεύτερο κρουασάν, μπαίνεις στον πειρασμό.
Κοιτάς με λαιμαργία τη γεμάτη φρουτιέρα.
Χάρμα οφθαλμών τα χρώματα, μαγεία τα αρώματα
Εποφθαλμιάς την αφράτη μπανάνα και την τύψη σου για την
υπέρβαση των θερμίδων που την απόλαυση σου υπονομεύει,
παραπέμπεις στις υποσχέσεις της υπόλοιπης ημέρας.
Ένα πρωινό. Μια ολόκληρη ζωή, επαναλαμβανόμενη
με ακρίβεια. Που και που κανένα καυγαδάκι.
Επί πλέον κάποια απρόσμενη σύγκρουση.
Από δεκαετία σε δεκαετία ένα μικρό κάταγμα,
μια γρίπη, μια χωλή, ένα συκώτι, ένας καρκίνος ίσως,
να σου θυμίζει τη γλυκιά προσευχή.
Αγία πλήξη, αγία ρουτίνα
Αγία των αγίων και ειρήνη ημίν.

 

Μαρία Λαγγουρέλη

...Οι τοίχοι έχουν κιόλας ανταύγειες,
το χυμένο που κυλάει σε ουράνια ακτή
μουλιάζει τα ψίχουλα
λεκιάζει το τραπεζομάντηλο.
Γύρω του έσμιξαν χέρια γνώριμα φιλικά προδοτικά και προδομένα.
Αγγίχτηκαν μεταξύ τους
άγγιξαν τη δίψα της σκέψης, την πείνα της δύναμης.
Χυμένα στη σιωπή τα δάχτυλα ακόμα σαλεύουν
την ψίχα του Θεού μουσκεμένη με δάκρυα να ξαναπλάσουν.

 

Λιλή Ντίνα
Τελευταία τσιγάρα

Αλευρωμένα λόγια
έτοιμα γιά μαγείρεμα
Να τρώνε οι εύπιστοι

Χνότο στο τζάμι το αδιέξοδο
γιά τους άλλους
Θολώνει το μυαλό

Κουνά το δάχτυλο απειλητικά ο χρόνος
Συντομεύετε
Η υπομονή καπνίζει τα τελευταία της τσιγάρα

 

Παυλίνα Παμπούδη

Από τη συλλογή Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ, ΚΕΔΡΟΣ, 1997

Στη σύνθεση αυτή, η οποία απαρτίζεται από "ζεύγη" ποιημάτων, ο ποιητής - που αποκαλείται "λεπτουργός" αναφέρεται σε διάφορες καταστάσεις ή πρόσωπα, και μετά στο β΄ποίημα του ζεύγους, έρχεται στη θέση τους και μιλάει εκ μέρους τους: (Η μητέρα - Ο Λεπτουργός απ' τη μεριά της μητέρας, Ο έρωτας - ο Λεπτουργός απ' τη μεριά του έρωτα, Η αρρώστια - ο Λεπτουργός απ' τη μεριά της αρρώστιας, κ.ο.κ) .

(....)

Η τροφή

(Τώρα, η ώρα της τροφής. Φέρνει τα τελετουργικά σκεύη ο λεπτουργός. Το
λίγο απ’ το ζώο μιας θυσίας καθημερινής. Πλέοντας σε πηχτό χρώμα του
αίματος. Με χορταράκια απ’ αυτά που γνώριζε, πλάι του σαν κτερίσματα. Στο
πλήθος διαμοιρασμένα τα υπόλοιπα τα μέλη και τα σπλάχνα του. Άθικτη της
ψυχής του η ακεραιότητα. Εισάγεται, πάλι, ολόσωμο, στη διαδικασία της
αθανασίας των θνητών πραγμάτων.)

Ο λεπτουργός απ’ την μεριά της τροφής

Τώρα, για μια στιγμή, στον άσπρο τον αθώο κόσμο κείτομαι. Γι αυτό κι
ανάμεσα σε κόσμους. Και ούτε τέλεια ζωντανό ή πεθαμένο.
Μέσα μου πνεύματα αχνίζουν, επινοώντας πνεύματα που δεν γνωρίζω.
Πέρασα από φωτιά. Η φωνή, η σάρκα, τα όπλα μου.
Έτοιμο να σε συναντήσω, να σε σώσω. Μεταγγίζοντας τον φόβο και τα
πολυακόρεστά μου στο αίμα σου.

(...)

 

Αθηνά Παπαδάκη

Επιτραπέζιος κανόνας

Ολόκληρο το σύμπαν θα γευτώ
μ'ένα ολοπόρφυρο λαχανικό
Κάτω από την ακμή των αστεριών
κι ανάμεσα στα σκοτεινά μου γάντια
χωρίς φωνή,
στα έθιμα της λάμας η ντομάτα.

 

Γρηγορία Πούλιου

Το μαγείρεμα σε τόνο μείζοναΜ'αρέσει να μαγειρεύω
τραγουδώντας στην κουζίνα του σπιτιού του
και να γνωρίζω πως οι ατμοί του φαγητου
την όσφρησή του, ηδονικά, γαργαλούν

Καθώς του σερβίρω το ζεστο πιάτο
και τα χείλη του, μ'όρεξη, ανοίγει
νοιώθω τα δάχτυλά μου μαγεμένα
λες κι αγγίζω του κορμιού του
τα σημεία εκείνα τ'αγαπημένα


Δέσποινα Τομαζάνη
Διάλογος

Μιλώ με τη στιλπνή ελιά
Στο πιάτο μου που λάμπει

Είσαι μοναδική στην όψη, λέω
Και την τρώω
Κι ενώ τη σάρκα της αλέθω
Αχ τι γεύση! ξαναλέω
Αργά κι ηδονικά
την καταπίνω

Έτσι που την εθαύμασα
Με τόση απόλαυση εγώ
Κι αυτή συντεθλιμμένη
Τι να με περιμένει;
Θα με εκδικηθεί ή
θα με θεραπεύσει;

Θα μπει στο αίμα μου, απ’ όσο ξέρω
Στις φλέβες μου θα ταξιδέψει
Κι εκεί σαν φθάσει, στον εγκέφαλο,
Τι θα μου εικονίσει;

Το δέντρο που τη γέννησε;
Ή μήπως έναν ήλιο;
Ή μήπως τι θα πει, θα πει,
Να πέφτεις απ’ το δέντρο
Και να βρεθείς στα ξαφνικά
Σε έντερο ανθρώπου;

Δεν αποκλείεται να πει
Πως έγραψε το ποίημα
Ή τίποτα απ’ όλα αυτά

- «Αυτά είναι δικά σου
Αυτό που εγώ έχω να πω
το λέω στο κουκούτσι
Σ’ αυτό που φτύνεις,
Ευτυχώς!
Που μέσα σου δεν μπαίνει».

 

 

Διαβάστε περισσότερα...

Ποίηση - Το Ταξίδι

Βραδιά Ποίησης

Tετάρτη 13 Μαΐου 2009, 20.15

Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων

 

Απαγγέλλουν ποιήματα οι ποιητές

Νάνος Βαλαωρίτης

Γιώργος Βέης

Φώτης Καγγελάρης

Δημήτρης Καλοκύρης

Κώστας Κρεμμύδας

Μιχαήλ Μήτρας

Ανδρέας Παγουλάτος

Λιάνα Σακελλίου

Κωστής Τριανταφύλλου

 

Ο ηθοποιός Ηλίας Πετροπουλέας θα διαβάσει ποιήματα του Ηρακλή Λιόκη

 


Νάνος Βαλαωρίτης

ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΑ ΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ

Θέλουν να με βγάλουν στο σφυρί
θέλω να μπω στη φυλακή
θέλω να’μαι όπως μια Κυριακή
να τρώμε όλοι ένα γλυκό

θέλω να γίνω χρυσοχόος
με χρυσόσκονη να σε χρυσίσω
θέλω να πάμε στην Αμερική
να γνωρίσουμε τον κύριο Κροίσο

θέλω να ταξιδέψω στην Ινδία
να καώ στην νεκρική πυρά
ψέλνωντας μια σούτρα βουδική
στον Γάγγη να ρίξουν τα οστά

θέλω ν’ανεβώ τον Αμαζόνιο
αντίθετα στο ρεύμα – να φαγωθώ
από ένα σαρκοβόρο τροπικό φυτό
ψελλίζοντας μια σολομονική

θέλω να σε δω βαθειά στα μάτια
έλεος να σου πω σταμάτα κι ας
λουστώ για δεύτερη φορά
στον καταρράχτη Νιαγάρα

θέλω να αναμετρηθώ με τη σκιά
που πάντοτε σ’ ακολουθεί
ν’ αρμενίσω με λευκά πανιά
στην Ευρώπη με τα συνδικάτα

θέλω ν’ αναληφθώ στα επουράνια
να μη σε ξανασκεφτώ ποτέ μου
να κάτσω δίπλα στον Αρχάγγελο
να διαβάζουμε φτηνά ρομάντσα

αθήνα 21 απρ 2005

 

Γιώργος Βέης

Λάφυρα

1
Την πρώτη φορά πέρασα σχεδόν από πάνω του
σα να ήθελε να με τραβήξει,
να με πάρει στο φως και στις σκιές του-
δεν έδωσα και πολύ σημασία
το αεροπλάνο υποσχόταν άλλωστε νέους ορίζοντες
από το παράθυρο μου μπέρδευα ξανά
αποστάσεις κι επιθυμίες.
Τώρα που περπατώ
ένα - ένα τα μονοπάτια του
και το ακούω,
δεν έχουν τέλος τα τραγούδια του
μετρώ στους κορμούς δέος
και φρόνηση
δάσος με τις σημύδες.


2
κατάλαβε αμέσως ότι δεν θα έμενε τίποτε όρθιο πια έτρεξε με όση δύναμη είχε να φτάσει πρώτο στο άνοιγμα της μάντρας να χυθεί από στο βουνό να βρει άγριο κοπάδι δεν θα έμενε τίποτε πίσω ούτε να βοσκήσει ούτε σταγόνα νερό να πιει κι έτρεξε οι φλόγες τού έκαιγαν ήδη τα κέρατα ένα μικρό δίπλα του είχε γίνει μπάλα φωτιάς και τον τρέλαναν οι στριγκλιές από την κάπνα δεν έβλεπε τίποτε πήρε λάθος δρόμο και κουτούλησε τον τσοπάνο κάρβουνο αλλά ήταν κάρβουνο ο τσοπάνος του; και δεν μπορούσε να τρέξει άλλο ούτε έβλεπε το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο να του τρυπήσει τα πλευρά μόλις πρόλαβε να στρίψει στη ρεματιά αλλά μπερδεύτηκε στα σκίνα και πήρε φωτιά από κάτω του σύρθηκε στις πέτρες να την σβήσει αλλά καίγανε πιο πολύ τώρα τα σωθικά του οι πέτρες καίγανε πιο πολύ κόλλησαν πάνω του αλλά δεν ήταν να γυρίσει πουθενά ήξερε ότι θα έμενε εκεί δεν είχε μάθει τίποτε μόνο να είναι ήξερε αλλά θα ξυπνούσε δίποδο άτριχο στο όνειρο του Θεού να του ζητήσει λόγο και μαχαίρι να σφάξει όλα τα άλλα δίποδα στο δάσος που γέλαγαν μύριζαν ανθρωπίλα και ούρα κι είχαν λόγο γύρναγαν μέσα στα βάτα να κάνουν τι δεν ήθελε πια άνθρωπος να γίνει αλλά να μην καίγεται ήθελε και να πεθάνει ήθελε μέσα στον κάμπο ήρεμο με τ ΄ αδέρφια του αλλά δεν πρόλαβε κι έγινε άνθρωπος να κάψει το κριάρι..


Φώτης Καγγελάρης

Οκαβάνγκο

Κι ύστερα, τον κύκλωσε η έρημος.
Σιωπηλά, ανύποπτα, ερμητικά.
Κανείς δεν το κατάλαβε.
Κανείς δεν είδε τα σημεία.
Πουλιά και ζώα έπαιζαν χαρούμενα
στις εκβολές του.
Ιπποπόταμοι έδιναν βαθιά φιλιά.
Αντιλόπες με βλέμμα ζαχαρωμένο κι ανήσυχο
Αφουγκράζονταν τους οργασμούς των τριζονιών.
Και χιλιάδες μαϊμούδες γυάλιζαν καθημερινά
κουμπιά και επωμίδες στο στραφτάλισμα της βουής του.
Μόνον εκείνος ξέρει…
Μόνον εκείνος…
Ότι αυτό δεν ήταν εκβολές.
Αυτός ήθελε να συνεχίσει
να φτάσει στη θάλασσα
να τον αγκαλιάσει
να τελειώσει μέσα της.
Όμως, τον κύκλωσε η έρημος.
Η έρημος φάνηκε πιο δυνατή.
Η έρημος ήταν πανούργα.
Τον άφησε να προχωρήσει μέσα της.
Περήφανος αυτός που την διασχίζει
πως την ξεσκίζει
όπως θα΄ κανε σε λίγο με την θάλασσα.
Και τότε… του΄κοψε το δρόμο.
Τον περικύκλωσε.
Σιωπηλά, ανύποπτα, ασφυκτικά.
Κανείς δεν κατάλαβε.
Κανείς δεν είδε τα σημεία.
Κανείς δεν του΄πε: «πού πας;»
«τι κάνεις εκεί;»
Όλοι βλέπαν εκβολές.
Κομψότατες δίνες σμίγαν
το γαλανό και το σκοτάδι.
Ευφρόσυνοι καταρράκτες αντηχούσαν
τους λογισμούς του.
Χιλιάδες καθρεφτάκια αντιφεγγίζαν
το πέταγμα των πουλιών.
Και κροκόδειλοι μ΄ ακίνητα χαμόγελα
δάκρυζαν ευτυχισμένοι και προσεύχονταν
«ρειπάντατα – ρειπάντατα» με ύμνους μαγικούς.
Αχ, κανείς δεν ήξερε
Κανείς δεν κατάλαβε.
Ότι αυτό δεν ήταν εκβολές.
Αυτό ήταν ασφυξία.
Διαμελισμός.
Λιμνάζοντα βλέμματα.
Σάπιες λέξεις.
Άμμος στο στόμα.
Άμμος στα μάτια.
Άμμος…. Παντού.

Και όμως, ήταν τόσο ορμητικός
Και ευδαίμων όταν ξεκινούσε,
Αυτός. Ο ποταμός. Ο Οκαβάνγκο.

 

(Ο ποταμός Οκαβάνγκο πηγάζει από την Αγκόλα και «πνίγεται» στην Μποτσουάνα από την έρημο Καλαχάρι)

 

Δημήτρης Καλοκύρης

Ερημόπολις

στο Nάσο

ΟΠΩΣ μια λέξη για την ηλικία των μετάλλων να είχε νόημα. Σαν τα ελάχιστα που συνδέουν με το ρεύμα τού λόγου τα ζώα. Kάτι σαν όνομα σχεδόν, συνωνυμία ίσως μιας παραλίας Pαμόνας, και από κει πλόες εαρινοί, νυχτοπορία στα νερά της Iωνίας – φιλομειδής να τεντώνεται παλλακίδα του Άδη.

Kαι έτσι ταξιδεύοντας ανέστιος, με το υπόλευκο οχηματαγωγό «Aρίων» (που ανατινάχτηκε τον επόμενο χειμώνα ανοιχτά της Συρίας ενώ περνούσε, ερήμην μου, από το φινιστρίνι του η μεγαλύτερη πανσέληνος της Mεσογείου)

εδέησε να συμβεί και είδαν μερικοί το πυρόξανθο πρόσωπο και το σώμα της έχιδνας να καλπάζει ξέφρενη στα υδρόβια δάση, με την άμμο ψιμμύθια στο λαιμό και τη χωρίστρα της θυσσανωτή σα δάφνη των υδάτων.

Όπου ξανά, στη Mήθυμνα εξόριστος κατέφυγα, το μαύρο χαλικάκι μου πετώντας στο Θερμαϊκό και στου Δαβίδ τη λεύκα, επειδή αυστηρά του καταλόγισα πως άφησε τη στρατώνα για να ξεπληρώσει το βίο πάνω στους ακρεμώνες των κλαδιών σαν το πουλάκι – ο ερωτόκριτος.

Aλλά με ποιους να συντάχτηκα ασυναίσθητα κι αναγάλλιασα σήμερα, διαβάζοντας πως το μετόχι του Tοπλού, το Iδιόρρυθμο λέγοντας της Σφαίρας, στον κάβο ακριβώς της Aκρωτηριανής, ονομαζόταν και αυτό Eρημόπολις; Eίχα περάσει τρεις φορές την Πόρτα του Tροχού και το χαντάκι, φυγάς, των Διπλών Aναθεμάτων, περιοδεύοντας έξω απ’ το κτίσμα, ο άπολις, στο κριθάρι, την άκανθα και τα τριζόνια.

Kαι ο έρημος άνθρωπος, διαδίδουν εκεί, είναι σαν το αλάτι? γιατί φοβάται, λέει, το νερό και φυραίνεται στην άμμο. Mε τον καιρό φυτρώνει βλαστάρι στο κεφάλι του, χλόη στιλπνή και λάχανο στα γένια.

Eίναι γνωστό επίσης στα γύρω χωριά ότι μετά την έκρηξη του κρατήρα, έντομα, ζώα και άνθρωποι για μερόνυχτα έξι τυφλώθηκαν. Kι εκεί κοντά στο μετόχι, ακόμα σώζονται τα λείψανα πανάρχαιου λιμένα, μια πόλη καταγραμμένη ίσως Ίτανος, απ’ όπου μίσθωσαν άνθρωπο οι ναυτικοί της Θήρας, μόλις βεβαίως ξαναβρέθηκαν στο φως, και τους οδήγησε από τις ξέρες στις ακτές της Aλεξάνδρειας, τριάντα κόμβους νοτιοδυτικά της ’Iλιάδας ή άλλου έπους, αν θυμάμαι.

Στα μέρη άνθισαν βαφεία της βασιλικής πορφύρας (porpura murex), όπως επίσης έλαμψαν υαλουργοί, που κοκκίνιζαν το γυαλί με ρινίσματα χρυσού και αδίαντο την κορυφαία στιγμή της τήξης. Aλλά να μην ξεχάσουμε και τα υφαντήρια, τις βιοτεχνίες των καλλυντικών που γίνονταν από καπνιά και υγρή πίσσα για τα βλέφαρα, ανθρακικό μολύβι για ν’ ασπρίζει απροκάλυπτα ο λαιμός και το μάγουλο, αρώματα από κρασί και κορίανδρο, αλοιφές από φοινικόλαδο και μέντα για την ανάταση του στήθους (miserabile visu), και βέβαια έκοψαν νομίσματα με τρίτωνες και όστρακα ώσπου, μετά από σαράντα τυραννίες και ανακτοβούλια, η πόλη αύτανδρη καταποντίστηκε σε πειρατείες, σεισμούς, τους αιώνες εγκαινιάζοντας των χριστιανών.

Σώθηκε επιτύμβιο, παρ’ όλα αυτά, κάποιου νεαρού που, επί Bάττου του Xωλού και Φερετίμης βασιλέων, αναδείχτηκε τοξότης ισάξιος του Aπόλλωνα. O ακραίος αντίπαλος, σύντροφοι, ανέκαθεν μεγάλωνε με αμβροσία. Kαι η σκαπάνη του ιταλού αρχαιολόγου Άλμπερτ ανέσυρε στις μέρες μας θρήνο για τον Eξάκωνα, ετών 22, πάνω σε γκρίζα πέτρα. Aλλά συνέπεσε τώρα να κατοικώ για κάποια χρόνια, μαθητής, κοντά στο άλλοτε πολυτελές κονάκι του Mιρζά, πάνω απ’ το ξυλουργείο, σ’ ένα νεόδμητο της οδού Άλμπερτ ακριβώς, μ’ ένα στενό, μωσαϊκό μπαλκόνι που κοιτούσε μεσ’ από την πεντάτευχη κουρτίνα σε μια πέρα αυλή, τον ήμερο φοίνικα της επαγγελίας.

Και όποιος βλέπει φοινικιές, χαρές να περιμένει εξάπαντος μαζί με πλούτη ευγενούς γυναικός, επεξηγούσαν οι Oνειροκρίτες του Aστράμψυχου και οι σεληναγωγίες του Aχμέτ

όσο κι αν είχαμε μεσάνυχτα κείνη την εποχή από μυρτώα χείλη κι αέρινα προσκέφαλα, την τεχνική του χρόνου, κι ας μη βγήκαν τα όνειρα ακέραια όλα,

μα ένα πείσμα μοναχά ν’ αντιτάξω στις Eντολές, ψιχία έστω ενός σθένους λειψού, ότι τουλάχιστον δεν παραδίδομαι αμαχητί, ακόμα

ο Eρημόπολις.
1990

 

Κώστας Κρεμμύδας

Υδρούσα 2

Τα τελευταία ούζα τα ’πιαμε στο πόδι
Το canto του Διονύση τάραζε τα σωθικά μας
Πονούσα
Οι πόρτες τρίζαν παράξενα
οι μικρές πυρκαγίες μόλις που 'σβήναν
στο άκουσμά μας
Πρωινό στην αυλή ο θάνατος
Κάποτε πρέπει να μιλήσουμε και γι' αυτά.

Κοιμόσουν ανάσκελα
Το κεφάλι σου γυρισμένο στο πλάι
σιγομιλούσε της θάλασσας
Μια καφέ εμπριμέ κουρτίνα
σκίαζε τη ψυχή μου
Έμεινα αρκετά μέχρι να φύγει το πλοίο με τις
καρτ ποστάλ και τους ηλίθιους
Τα μάτια σου ακόμα κλειστά.

Πλησίασα το κασετόφωνο κι η Αλεξίου
έσπασε τη σιωπή. Πάνω στο σκαμπό
ο τρελός του νησιού λικνιζόταν
Δε μπόρεσα να καταλάβω.
Το χέρι μου άγγιξε το σκέπασμά σου
Δε μ' ακουγες που μίλαγα
Σκεφτόσουν

Σκέφτομαι στη γλώσσα μας σημαίνει πονάω ή
ψωνίζω στα σούπερ μάρκετ της Κανάρη
Σάββατο μεσημέρι γύρω στις δώδεκα.

Κάποια στιγμή έκανα πίσω την ώρα που
το νερό σκάει με βία στη μπλε κουπαστή
Δυο γλάροι φουντάριζαν στη θάλασσα·
ο τρίτος έμεινε αναποφάσιστος.

Στα καλντερίμια ακούω τη φωνή σου
Το χέρι μου ψάχνει αχόρταγα τα δάχτυλά σου
Το ροζ μανόν - που ποτέ δεν μ' άρεσε- τ' αγάπησα.

Την ώρα που κατέβαινα έσκασε η μπόμπα:
μαχαιρώνονται τρεις νέοι στην προκυμαία
δυο νεαρές συνουσιάζονται στα κύματα
κι εμείς ακουμπισμένοι στο μπαρ
κάναμε έρωτα με τα μάτια.

Ο γιος μου και σήμερα δάκρυσε στην παραλία
Τα μαλλιά του γεμάτα αρμύρα ακούμπαγαν στο πρόσωπο σου
Το αδιέξοδο είναι η ασφαλιστική δικλείδα της αρμονίας
Η ευτυχία ενυπάρχει στο θάνατο
για τη ζωή δε λέει κανείς μας τίποτε
Κάποτε
που οι Νατάσσες θα ερωτεύονται ελεύθερα μεταξύ τους
που τα ταμπού θα πάψουν να τυραννούνε τις αγριελιές
κι οι ανεμοι να εκλιπαρούνε θύελλες
θα καταφύγουμε γυμνοί στο Σύνταγμα.

Τις νύχτες σε σκέφτομαι και κρυώνω
Οι αφιερώσεις σταματησαν τη μουσική πανδαισία
Είναι κακό ν΄ αγαπάς στο παρόν δίχως να
εξετάζεις τις συνέπειες του χθες στο μεθάυριο
Ποιά ποίηση και ποιά ζωή στις μέρες μας;
Τα δελτία ειδήσεων είναι ευνοϊκά για τις γάτες.

Η Ύδρα σημαδεύει τη ζωή μου.

Κάποια Μεγάλη Παρασκευή θ' ανταμωθούμε ξανά
σε εκκλησιές κι ανεμοθύελλες.
Δεν ξέρω αν θα θυμάσαι το όνομά μου
πάντως εγω δεν πρόκειται να βγάλω φωτογραφίες
στην παλιά αυλή με το πηγάδι
πίνοντας δήθεν γραφικούς καφέδες.

Στερούμαι φωτογραφικής μηχανής
Άλλωστε κοιμάμαι αρτιμελής τα βράδια
την ώρα που ευνουχίζεται ο Σινόπουλος.

Οι αποχετεύσεις που είχαν βουλώσει
χύνονται πάλι στη θάλασσα.

Η προκυμαία γεμίζει σκατά που αιωρούνται
Οι σημαίες αναπτερώνουν τα εθνικά μας ιδεώδη.
Το τέλος αποτρόπαιο ή με ταχύτητα δεν επισπεύδει
το φόβο δεν προκαλεί την οδύνη
Γι' αυτο σα θα με δεις να βγαίνω πάλι στο φως
χαμογέλασε
είναι το λίγο για τον τρελό που λικνίζεται
στα ουζάδικα της γειτονιάς σου
Χαμογέλασε και πες μου κάτι σιγά
σάμπως να νανουριζες τη νύχτα

Τη νύχτα εκείνη που ποτέ δεν υπήρξε.

 

Υδρούσα 1

Απ' το πρωί ο καιρός δεν έλεγε ν’ αλλάξειΚατά τις πέντε σηκώθηκε αέρας δυνατός
που ’παιρνε το λευκό σου φόρεμα
στην προκυμαία
Τα rooms to let περίμεναν ανυπόμονατους τελευταίους πελάτες.

Ο ουρανός έγινε μουντός
η θάλασσα απόμεινε γκρίζα
τα καλντερίμια γυάλιζαν στο απόβροχο
της σιωπής και της ανάσας μας.
Όσο για μας
συνεχίζουμε να ασελγούμε
παράφορα μυθομανείς παράφρονες και μόνοι.

 

Ηρακλής Λιόκης

Γραφή στο "Αψέντι"

Αχνή παραπαίει η φωνή σου
πανί στ' ανοιχτά κάποιας νήσου
ψάχνει, δεν βρίσκει καμιά λέξη
για να μπορέσει να διαλέξει
η λήθη γραμμάτιο που λήγει
απαλά μας τυλίγει
μοιάζει το να μείνεις κοντά μου
γραφή της ευκίνητης άμμου

29.1.2006 - 22.4.2006


Μιχαήλ Μήτρας


Αντρέας Παγουλάτος

Τροπές 27

στην Alicia Neto


ταξίδι
ξεφεύγοντας την άβυσσο
νόστοι και περιπλάνηση
περίπου πλάνη
μια νοσταλγία
για ένα αύριο
που δε φθάνει
και να γεμίσει πως
άδειο από νόημα
αντλώντας
απ’ τις πηγές του κόσμου
ροή και χρόνο
μύθο για έργα και ημέρες
κι ολόγυρα
απέραντη
η σιωπή μονάχα
η σιωπή
που σφύζει
μ’ όλα τ’ άστρα
μια μουσική
που κορυφώνεται
και σταματά
καθώς η ξάστερη
ματιά σου
με διαπερνά
από μιαν άλλη ήπειρο
μακριά πολύ κοντά
ασάλευτη σιωπή
που πνίγει
όλα τ’ άστρα
ασφυκτική
μα σαν ακούγεται
να τραγουδά
φωνή αστείρευτη
η φωνή σου
λυτρωτικά
από μιαν άγρια μνήμη μου
κοντά πολύ μακριά
ξανά
με λευτερώνει
και λευτερώνει
κι όλα τ’ άστρα


Λιάνα Σακελλίου

Μοντέρνα Ηδονή

Δεν χρειαζόμουν το είδος αυτό του μαύρου κεντήματος—
το μονότονο σχέδιο, τη μυστικότητα χωρίς το ανθρώπινο είδος.
Θα ’θελα να το ανασυνθέσω ελεύθερα,
να το εξερευνήσω με τη βελόνα
στον εγκλεισμό, στον κίνδυνο.

Δεν κάνω τίποτα να διώξω τον φόβο—
τσουκνίδες, σκλήθρες, σαρκοφάγα,
ο τεράστιος μανδύας για τον διάβολο.
Μετακινώ τα δάχτυλα πιο πέρα
κινώ το δάσος προς εμένα.

Ένα είδος αναζήτησης είναι κι αυτό,
μια περιπέτεια αισθήσεων.
Να το αλλάξω;
Τα στοιχειά να μπουν σε κήπο;
Να μου ποζάρουν σαν υλικό από έντομα;

Το δάσος όμως στοιχειώνει
(Το μαύρο σώμα του εντονότερο τώρα που γράφω)
και σιωπά.


Παραμύθι του δάσους

Ακατέργαστο υλικό πνέει ανάμεσά μας
σαν πειρασμός.
Μια σκηνή περιμένει νύμφες, δράκους
καβαλάρηδες αλύγιστους
με σιδερόπλεκτα γάντια
το φρένιασμα του κυνηγιού.

Κρέμομαι στο πράσινο χάος
σαν χνουδωτό έντομο.
Φύλλα αποκαλύπτουν απόκληρα κάστρα.
Η προσμονή του χώρου
μια συνεχής ηδονή.
Τίποτα δεν αρνείται το δάσος.


Διαφυγή μοντέλου

Η χλωροφύλλη στο πινέλο του μετατοπίζει τις φτέρες
κοντά της όταν εκείνη κοιτάζει τον υποτελή κισσό
τόσο έντονα που γίνεται τοπίο
πέρα από τον τοίχο των δέντρων, πέρα απ’ τον άνθρωπο.

Γιατί επιμένει τον ίδιο μηχανισμό της ανάγκης
να μοιραστoύν, το ίδιο σύνολο κανόνων;
Προτιμά την εμπειρία του δάσους
μεγεθυσμένη πέρα απ’ τις λέξεις.


Ενθύμιο ταξιδιού πριν την άνοιξη

Το ταξίδι σ’ απίθωσε σε μένα.
Το σκοτεινό σου στόμα τονίζει την υπόσχεση της γύρης.
Αποκοιμήσου στις απολήξεις των νεύρων μου
Κι ο λιμναίος κόσμος θα γίνει φύλλωμα.


Κωστής Τριανταφύλλου

Tαξίδι μέσα στις λέξεις

MAGIC BUS


τραγούδι για μεγάλους δρόμους*

το θηρίο βάζει μπρός
μια κορνάρει μια βρυχιέται
μια κυλάει περήφανα
στην ασφαλτοστρωμένη γη
σένα κάθισμα διπλό περνάν οι ώρες
περνάνε οι νύχτες κι οι μέρες περνάμε σύνορα
κι οι τελωνιακοί μας κοιτάνε λοξά
συλλέκτες σφραγίδων για τη συλλογή του διαβατήριου
να το τελειώσουμε κι αυτό με διεθνείς μουτζούρες
ή μας παίρνουν για λαθρεπιβάτες
σαυτό τον κόσμο που γυρνάει
κι εμείς κυλάμε πάνω του

το παρμπρίζ του ταξιδιού γεμίζει αποτυπώματα
από σκοτωμένα φτερωτά οράματα των μεγάλων δρόμων της δύσης
χιλιόμετρο χιλιόμετρο βγάζει ο οδηγός το μεροκάματο
γαμώ το χιλιόμετρο φουρτούνες και στραπάτσα
ο χοντρός ξανθός μπέμπης στο τιμόνι
έχει βαριά καρδιά και χοντράδια πολλά
ένας κοντός συνοδηγός του χτυπάει νεσκαφέ
και του λέει πολλά αδιάφορα και καλά
ένα σκοπό του δίνει για να φτάσει κάποτε
σένα κρεβάτι πληρωμένο μ’ ανηφόρες και στροφές
και χιλιόμετρα πολλά
ο οδηγός είναι Ρωμιός κι ο συνοδηγός
ακούν τον Στέλιο και σφυράνε μελωδίες κι ουρλιαχτά
προσπερνώντας μια νταλίκα και μια χώρα ξενικιά
ο μήτσος βρίζει φτύνει κι οδηγεί του σκοτωμού
άντε να περάσει ή ώρα να περάσει το ταξίδι
με το όχημα που αργεί
να βγει απ΄αυτή τη γαμημένη διαδρομή.
πέφτει ομίχλη στο παρμπρίζ φτύνει χιλιόμετρα ο μήτσος
τι να την κάνουμε !
θα μπούμε μέσα της κι ότι βγει !
ύστερα θα πλακώσει καμιά χοντρή βροχή να καθαρίσει
το όχημα του ταξιδιού που χάθηκε
ψάχνοντας καλά σύνορα για να μπει

όλα γίνονται μες στο ταξίδι αυτό
ένα πόδι πάνω στ’ άλλο κι από κάτω το φαρμάκι σταυροπόδι
ένας μαύρος γάτος με φωνάζει
πού να βρεις το άλλο μέρος της καρδιάς μου !
και το άλλο μέρος του κόσμου
κι ένα μέρος καλό να βολευτείς
στην ακούραστη λεωφόρο αυτή
ο μήτσος βλέπει τον καθρέφτη και την άσφαλτο
τον άνεμο και τα λάστιχα που σφυρίζουν ακούει
καλό ταξίδι και προσπεράσματα
με καλεί το κλάξον απ’το δρόμο να του τρακάρω μια μπουνιά
ο μήτσος λίγο μαλλί αλλά καλά στρωμένο
καθαρίζει για όλους
καλό ταξίδι
το ένα πόδι στο κεφάλι
ένα γάτο στη μασχάλη
και μια υπέροχη φαγούρα
ώσπου μπήκαμε σε μια σήραγγα ατελείωτη
να του μιλάμε να μην εμφανιστούν τα όνειρα
χαμογελώντας στον καθρέφτη
στο νυχτωμένο τιμόνι της οδήγησης
στο βάθος της οθόνης όπου όλα επιτρέπονται
και σε παίρνει ο ύπνος !

από πόλη σε πόλη σε πρωτεύουσες του κόσμου
μια τεράστια λεωφόρος
σκληρή και μονότονη
να χάνεις τα μάτια σου στα χιλιόμετρα
όλα γίνονται στο ταξίδι αυτό
αρκεί ν’ανοίξεις το παράθυρο σέναν άλλο κόσμο
και τα οράματα στην ώρα τους !
το λεωφορείο γεμάτο και βαρύ
στρώνει ένα όνομα
κι αφήνει βρώμα πολλή
παρέα μ’ ένα ατύχημα βγάζω την πρώτη μέρα
αλλάζω θέση
η συμβουλή σου είναι καλή
μα δε βρήκα την πόρτα ανοιχτή
με ξαναπαίρνεις πάλι πίσω να γαμηθούμε άβολα πάλι μαζί
θες μονοπώλιο εσύ κι η σκατοφάρα σου άκουσέ με
η χοντρή μου αντοχή δεν έχει όρια στη γη αυτή
σέστειλα να πας στο διάολο μόνη σου
για να ‘μαστε για πάντοτε μαζί
το αμάξι αυτό με τελειώνει
ανάμεσα σε δυό μεγαθήρια πολιτείες

δε σου δίνω μια δεκάρα για να με πας στην άλλη γη
λαθρεπιβάτης μάγος στην αγκαλιά σου τη μικρή
θα σε φορτώσω με μια αγάπη τρελή
να μας παίρνουν οι στροφές
στη ταχύτητα αυτή που κουνάει τρανταχτή
μια ζαλάδα χωρίς τέλος και αρχή
κάποια νύχτα σταματάμε σένα στέκι της λεωφόρου
το τζού-μποξ αυτής της πόλης για μάς ακόμα παίζει

όλα γίνονται ταξίδι να υπάρχει
σε παίρνει ο άνεμος
οι ρόδες γυρίζουν αλλοπρόσαλλα
τουμπαρισμένες οι λέξεις μου φάτσα στον ουρανό
στην ατέλειωτη λεωφόρο
χάνοντας όνομα και πατρίδα
αλλάξαμε ψυχή και μπότες
στην μελαγχολία μου που είναι γερά περπατημένη
σε κάθε ταξίδι που τέλος δεν έχει
παντού τα ίδια
κι όταν πέφτει η νύχτα ηρεμία
να παρθούμε στο τελευταίο κάθισμα πάνω απ’ τη μηχανή
κι έξω η ομίχλη κι οι κοιμισμένοι σπίτια τους
μη φρενάρεις μήτσο τώρα
το σιδερένιο όχημα παίρνεται με το δρόμο
καταπίνοντας χιλιόμετρα
γλυκοκουνιέται ξεφυσώντας καυσαέριο
πάνω στις τέσσερις σκληρές του ρόδες
ροκεντρόλ όνειρα χοροπηδάνε στις λακκούβες
στο ρυθμό της μεγάλης ιπποδύναμης
ακάθεκτα

π ε ρ ά σ τ ε π ε ρ ά σ τ ε στη μαγική μας διαδρομή
τα μάτια αν ανοίξουν άλλη χώρα θ’ αντικρύσουν
η αστραπή πέρασε
περνάνε νύχτες και μέρες φαντάσματα κι οπτασίες
αρκεί να μην ξεμείνεις από καύσιμα
σύνορο στο σύνορο μένα χάρτη στο μυαλό να χαθούμε
ψάχνω το καλό το πέρασμα
μη μας γδύσουν και μας μαδήσουν!
οι περπατητές σε χαιρετάνε κι εσύ κορνάρεις και γελάς
το μαγικό τσίρκο ξεκινάει διαδρομή παράλληλη
γύρω γύρω από τη γη να μας παίρνουν οι στροφές
ουρανοξύστες κι εργοστάσια πεδιάδες και βουνά
μια λεωφόρος ταξιδεύει !
μπήκα από ανάγκη στο λεωφορείο μα ταξιδέψαμε μαζί
ως την άλλη άκρη
η μαγική βαβέλ κυλάει
αφήνοντας πολύχρωμες χαρούμενες μπουρμπουλήθρες
να χαμογελάσουν τα όνειρα των θλιβερών κατοίκων των πόλεων

ξεκινήσαμε 50 και στο δρόμο μετρηθήκαμε ξανά
βγήκαμε άλλοι χίλιοι δυο
μέσα στη σιδερένια του ψυχή
βράζει ο θεος ύπνος μένα νάρκισσο αγκαλιά
δαγκώνω ένα κόκκινο μήλο
κι ο ήλιος ανατέλλει
κι ο ήλιος δύει
κι έρχεται βροχή ομίχλη και καταιγίδα
στων μεγάλων δρόμων την ψυχή
μια σκληρή κατάσταση μας κυκλοφορεί

οι γερμανοί ρίχνουν σκυλί ανιχνευτή
που βρίσκει παστουρμάδες και τσαρούχια
να βρωμάν τα σύνορά τους ελλάδα για πάντα

η μεγάλη μηχανή
τα μεσάνυχτα φαίνεται
όταν ερημώνουν οι διεθνείς λεωφόροι
κι ορμάει ελεύθερη να συναγωνιστεί
τα χιλιόμετρα του κόσμου

όλα γίνονται σ’ αυτό το ταξίδι.
από μια σακούλα πλαστική μια τροφή εκπληκτική
παίρνει και του πιο πεινασμένου την ψυχή
ένας ισχνός ολλανδός βρικόλακας ταξιδεύει μαζί μας
δίπλα του μια άδεια θέση
κανείς δεν τολμάει να την παραβιάσει
κάτω από το κάθισμα πακέτα και σακούλες
και το κεφάλι της μαύρης αφροδίτης
έξω απ’ τον τεράστιο υπνόσακο της νύχτας
αλλά μέσα στην εφημερίδα που αγόρασα πριν φύγουμε
ο κένταυρος παίρνει μάτι την αμαζόνα που τον σημαδεύει
απ΄το απέναντι αέτωμα
το πετρέλαιο καίει την μηχανή
μαζί με μια χώρα άγνωστη
οδηγέ πάτα το γκάζι την άλλη χώρα να περάσουμε
αργά ή γρήγορα θα φτάσουμε πάτα το γκάζι
να προσπεράσουμε τον χρόνο
αυτή η αργή γενιά
να ζήσει κι αυτή
αυτό που μεγαλώσαμε εμείς


μαζί

ένα ζώο κουτσό
σε μαύρο δέρμα τυλιγμένο
τρέχει δίπλα στο λεωφορείο
πέρα από παράθυρα στους πίσω δρόμους
που δεν χωράει το θηρίο ούτε για να κρυφτεί
πιο μπρος κι από την μηχανή
ώσπου σε μια στροφή
τον παίρνει από κάτω
παίρνοντας μια σκληρή γενιά
μένα δυνατό θάνατο αγκαλιά
πέρασε τρεις πόλεις με ταχύτητα ακατόρθωτη
τρία σύνορα τρεις χώρες
ένα σύστημα
και μια αρρώστια στην επόμενη γενιά
στις άγριες λεωφόρους της ιπποδύναμής μας
χωρίς διόδια και σύνορα
καθημερινό ταξίδι
στις δικές μας περιοχές

εδώ
σταματήσαμε για κατούρημα
βγαίνοντας απ’ το λεωφορείο χαθήκαμε σ’ ένα άγνωστο τοπίο
το καλό το πέρασμα να βρούμε να διασχίσουμε τα σύνορα
να πούμε την πληροφορία
να αλλάξουμε ρυθμό και γεγονός

ψάχναμε πάντως
ένα καλό μέρος για κατούρημα

*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μ Ο Ρ Μ Ω αριθ.2 στην Αθήνα το 1980,γράφτηκε μέσα στο Magic Bus.

 

 

Διαβάστε περισσότερα...
blank page | έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία