Ποίηση - Θεοφαγία - Ανθρωποφαγία

Βραδιά Ποίησης

Σάββατο 8 Μαΐου 2010, 19:30

Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων

αίθουσα Ν. Γύζη, 1ος όροφος

 

Υπεύθυνη Προγράμματος

Λιλή Ντίνα

 

Απαγγέλλουν οι ποιητές

Γιώργος Βέης

Χάρης Βλαβιανός

Νίκος Ερηνάκης

Ρούλα Κακλαμανάκη

Μαρία Λαγγουρέλη

Λιλή Ντίνα

Παυλίνα Παμπούδη

Αθηνά Παπαδάκη

Γρηγορία Πούλιου

Δέσποινα Τομαζάνη

 


Γιώργος Βέης
Επιτραπέζιο φεγγάρι

Πλανόδιοι πωλητές φρούτων και λαχανικών.
Στέκια εμπόρων ρούχων λουσμένων στο φώς κινητών λαμπτήρων.
Τιμές προσιτές ακόμα και γιά τους ανήλικους φτωχούς πελάτες.
Λάδι που κοχλάζει στις μεγάλες ιδιόμορφες κατσαρόλες-χύτρες, τα γουόκ
Όπου εναλλάσσονται μακαρόνια, Σουπιές περασμένες σε καλαμάκια,
Μικροσκοπικά σαλιγκάρια που σε κάνουν ν' απορείς
Αν μπορούν να προστατέψουν έστω μιά σταλιά κρέατος,
Τρυγόνια, σκορπιοί με ανοιχτά πόδια τρυπημένα εγκάρσια,
Τέσσερις ή πέντε μαζί, σε μικρά ξυλάκια.....

 

Χάρης Βλαβιανός
Από τα "Σονέτα της συμφοράς"

Πως προτιμάτε το ποίημά σας κύριε; Καλά ψημένο ή ωμό;
—Ωμό… όπως ακριβώς το έτρωγε κι εκείνος.
Ωραία το είχε θέσει — με ζηλευτή ακρίβεια:
“how would you like your blue-eyed boy Mr. Death?”
My blue-eyed father στην περίπτωσή μου…
—Α! Λυπάμαι ειλικρινά. Τα θερμά μου συλλυπητήρια.
Η σημερινή μέρα πάντως προσφέρεται. Έχει τα καλά του αυτός ο τόπος.
Από χθες το βράδυ βρέχει ακατάπαυστα. Ξέρετε, τροπική καταιγίδα, κλπ.
Τα σύννεφα έχουν συμμορφωθεί πλήρως με τη διάθεσή σας.
Αυτή η νοσηρή υγρασία στην ατμόσφαιρα,
ο ιδρώτας που κάνει τα ρούχα να κολλάνε στο δέρμα,
θα σας βοηθήσουν να στοχαστείτε το ζήτημα σε όλες του τις πτυχές.
Το ποίημά σας πάντως δεν θ’ αργήσει. Ωμό, όπως το ζητήσατε.
Να κολυμπάει στο αίμα.

 

Νίκος Ερηνάκης

κανείς δεν είπε ότι είναι απόλαυση
ίσως μια πλάνη απλώς
άλλο η αίσθηση κι άλλο οι αισθήσεις

κάνεις κάτι δικό σου ή το αφήνεις;
αν δεν ήδη νιώθεις,νιώσε
μυρίζει θυσία

δοκίμασε
όχι ξανά μια φορά
δοκίμασε

όταν το εγώ γίνεται θεατής
δεν το ξέρεις αλλά το έχεις καταλάβει

τα σύμβολα έχουν από καιρό πεθάνει
οπότε περιμένουμε την αναγέννηση τους
από στιγμή σε στιγμή

 

Ρούλα Κακλαμανάκη

ΑΓΙΑ ΡΟΥΤΙΝΑ

Ο ουρανός κατάφωτος, δροσερός, κι ο Θεός πατέρας αγαθός.
Το τραπέζι στρωμένο, τα λουλούδια σε κρυστάλλινο βάζο.
Η σκέψη αρκεί: ίσα να φας τη σούπα σου, τη μπριτζόλα σου,
το φρούτο σου, το γλυκό σου. Στην τελευταία γουλιά του καφέ,
αρχίζεις να αισθάνεσαι τη χυδαιότητα των επίγειων ευθυνών.
-*-
Αγία πλήξη, αγία ρουτίνα. Ούτε πόλεμος, ούτε πείνα.
Ούτε αρρώστια, ούτε θάνατος. Πρωί κι ανοίγεις τα
παράθυρα του σπιτιού. Πλένεις το πρόσωπο και τα χέρια σου.
Παίρνεις το χάπι, ετοιμάζεις το πρωινό. Φέρνεις τα πάνω κάτω
στη ντουλάπα των ρούχων, παρατηρείς τον όγκο και το βάρος
του σώματός σου, εκνευρίζεσαι.
Επιθυμείς κι ένα δεύτερο κρουασάν, μπαίνεις στον πειρασμό.
Κοιτάς με λαιμαργία τη γεμάτη φρουτιέρα.
Χάρμα οφθαλμών τα χρώματα, μαγεία τα αρώματα
Εποφθαλμιάς την αφράτη μπανάνα και την τύψη σου για την
υπέρβαση των θερμίδων που την απόλαυση σου υπονομεύει,
παραπέμπεις στις υποσχέσεις της υπόλοιπης ημέρας.
Ένα πρωινό. Μια ολόκληρη ζωή, επαναλαμβανόμενη
με ακρίβεια. Που και που κανένα καυγαδάκι.
Επί πλέον κάποια απρόσμενη σύγκρουση.
Από δεκαετία σε δεκαετία ένα μικρό κάταγμα,
μια γρίπη, μια χωλή, ένα συκώτι, ένας καρκίνος ίσως,
να σου θυμίζει τη γλυκιά προσευχή.
Αγία πλήξη, αγία ρουτίνα
Αγία των αγίων και ειρήνη ημίν.

 

Μαρία Λαγγουρέλη

...Οι τοίχοι έχουν κιόλας ανταύγειες,
το χυμένο που κυλάει σε ουράνια ακτή
μουλιάζει τα ψίχουλα
λεκιάζει το τραπεζομάντηλο.
Γύρω του έσμιξαν χέρια γνώριμα φιλικά προδοτικά και προδομένα.
Αγγίχτηκαν μεταξύ τους
άγγιξαν τη δίψα της σκέψης, την πείνα της δύναμης.
Χυμένα στη σιωπή τα δάχτυλα ακόμα σαλεύουν
την ψίχα του Θεού μουσκεμένη με δάκρυα να ξαναπλάσουν.

 

Λιλή Ντίνα
Τελευταία τσιγάρα

Αλευρωμένα λόγια
έτοιμα γιά μαγείρεμα
Να τρώνε οι εύπιστοι

Χνότο στο τζάμι το αδιέξοδο
γιά τους άλλους
Θολώνει το μυαλό

Κουνά το δάχτυλο απειλητικά ο χρόνος
Συντομεύετε
Η υπομονή καπνίζει τα τελευταία της τσιγάρα

 

Παυλίνα Παμπούδη

Από τη συλλογή Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ, ΚΕΔΡΟΣ, 1997

Στη σύνθεση αυτή, η οποία απαρτίζεται από "ζεύγη" ποιημάτων, ο ποιητής - που αποκαλείται "λεπτουργός" αναφέρεται σε διάφορες καταστάσεις ή πρόσωπα, και μετά στο β΄ποίημα του ζεύγους, έρχεται στη θέση τους και μιλάει εκ μέρους τους: (Η μητέρα - Ο Λεπτουργός απ' τη μεριά της μητέρας, Ο έρωτας - ο Λεπτουργός απ' τη μεριά του έρωτα, Η αρρώστια - ο Λεπτουργός απ' τη μεριά της αρρώστιας, κ.ο.κ) .

(....)

Η τροφή

(Τώρα, η ώρα της τροφής. Φέρνει τα τελετουργικά σκεύη ο λεπτουργός. Το
λίγο απ’ το ζώο μιας θυσίας καθημερινής. Πλέοντας σε πηχτό χρώμα του
αίματος. Με χορταράκια απ’ αυτά που γνώριζε, πλάι του σαν κτερίσματα. Στο
πλήθος διαμοιρασμένα τα υπόλοιπα τα μέλη και τα σπλάχνα του. Άθικτη της
ψυχής του η ακεραιότητα. Εισάγεται, πάλι, ολόσωμο, στη διαδικασία της
αθανασίας των θνητών πραγμάτων.)

Ο λεπτουργός απ’ την μεριά της τροφής

Τώρα, για μια στιγμή, στον άσπρο τον αθώο κόσμο κείτομαι. Γι αυτό κι
ανάμεσα σε κόσμους. Και ούτε τέλεια ζωντανό ή πεθαμένο.
Μέσα μου πνεύματα αχνίζουν, επινοώντας πνεύματα που δεν γνωρίζω.
Πέρασα από φωτιά. Η φωνή, η σάρκα, τα όπλα μου.
Έτοιμο να σε συναντήσω, να σε σώσω. Μεταγγίζοντας τον φόβο και τα
πολυακόρεστά μου στο αίμα σου.

(...)

 

Αθηνά Παπαδάκη

Επιτραπέζιος κανόνας

Ολόκληρο το σύμπαν θα γευτώ
μ'ένα ολοπόρφυρο λαχανικό
Κάτω από την ακμή των αστεριών
κι ανάμεσα στα σκοτεινά μου γάντια
χωρίς φωνή,
στα έθιμα της λάμας η ντομάτα.

 

Γρηγορία Πούλιου

Το μαγείρεμα σε τόνο μείζοναΜ'αρέσει να μαγειρεύω
τραγουδώντας στην κουζίνα του σπιτιού του
και να γνωρίζω πως οι ατμοί του φαγητου
την όσφρησή του, ηδονικά, γαργαλούν

Καθώς του σερβίρω το ζεστο πιάτο
και τα χείλη του, μ'όρεξη, ανοίγει
νοιώθω τα δάχτυλά μου μαγεμένα
λες κι αγγίζω του κορμιού του
τα σημεία εκείνα τ'αγαπημένα


Δέσποινα Τομαζάνη
Διάλογος

Μιλώ με τη στιλπνή ελιά
Στο πιάτο μου που λάμπει

Είσαι μοναδική στην όψη, λέω
Και την τρώω
Κι ενώ τη σάρκα της αλέθω
Αχ τι γεύση! ξαναλέω
Αργά κι ηδονικά
την καταπίνω

Έτσι που την εθαύμασα
Με τόση απόλαυση εγώ
Κι αυτή συντεθλιμμένη
Τι να με περιμένει;
Θα με εκδικηθεί ή
θα με θεραπεύσει;

Θα μπει στο αίμα μου, απ’ όσο ξέρω
Στις φλέβες μου θα ταξιδέψει
Κι εκεί σαν φθάσει, στον εγκέφαλο,
Τι θα μου εικονίσει;

Το δέντρο που τη γέννησε;
Ή μήπως έναν ήλιο;
Ή μήπως τι θα πει, θα πει,
Να πέφτεις απ’ το δέντρο
Και να βρεθείς στα ξαφνικά
Σε έντερο ανθρώπου;

Δεν αποκλείεται να πει
Πως έγραψε το ποίημα
Ή τίποτα απ’ όλα αυτά

- «Αυτά είναι δικά σου
Αυτό που εγώ έχω να πω
το λέω στο κουκούτσι
Σ’ αυτό που φτύνεις,
Ευτυχώς!
Που μέσα σου δεν μπαίνει».

 

 

blank page | έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία