Βραδιά Ποίησης

Tετάρτη 13 Μαΐου 2009, 20.15

Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων

 

Απαγγέλλουν ποιήματα οι ποιητές

Νάνος Βαλαωρίτης

Γιώργος Βέης

Φώτης Καγγελάρης

Δημήτρης Καλοκύρης

Κώστας Κρεμμύδας

Μιχαήλ Μήτρας

Ανδρέας Παγουλάτος

Λιάνα Σακελλίου

Κωστής Τριανταφύλλου

 

Ο ηθοποιός Ηλίας Πετροπουλέας θα διαβάσει ποιήματα του Ηρακλή Λιόκη

 


Νάνος Βαλαωρίτης

ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΑ ΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ

Θέλουν να με βγάλουν στο σφυρί
θέλω να μπω στη φυλακή
θέλω να’μαι όπως μια Κυριακή
να τρώμε όλοι ένα γλυκό

θέλω να γίνω χρυσοχόος
με χρυσόσκονη να σε χρυσίσω
θέλω να πάμε στην Αμερική
να γνωρίσουμε τον κύριο Κροίσο

θέλω να ταξιδέψω στην Ινδία
να καώ στην νεκρική πυρά
ψέλνωντας μια σούτρα βουδική
στον Γάγγη να ρίξουν τα οστά

θέλω ν’ανεβώ τον Αμαζόνιο
αντίθετα στο ρεύμα – να φαγωθώ
από ένα σαρκοβόρο τροπικό φυτό
ψελλίζοντας μια σολομονική

θέλω να σε δω βαθειά στα μάτια
έλεος να σου πω σταμάτα κι ας
λουστώ για δεύτερη φορά
στον καταρράχτη Νιαγάρα

θέλω να αναμετρηθώ με τη σκιά
που πάντοτε σ’ ακολουθεί
ν’ αρμενίσω με λευκά πανιά
στην Ευρώπη με τα συνδικάτα

θέλω ν’ αναληφθώ στα επουράνια
να μη σε ξανασκεφτώ ποτέ μου
να κάτσω δίπλα στον Αρχάγγελο
να διαβάζουμε φτηνά ρομάντσα

αθήνα 21 απρ 2005

 

Γιώργος Βέης

Λάφυρα

1
Την πρώτη φορά πέρασα σχεδόν από πάνω του
σα να ήθελε να με τραβήξει,
να με πάρει στο φως και στις σκιές του-
δεν έδωσα και πολύ σημασία
το αεροπλάνο υποσχόταν άλλωστε νέους ορίζοντες
από το παράθυρο μου μπέρδευα ξανά
αποστάσεις κι επιθυμίες.
Τώρα που περπατώ
ένα - ένα τα μονοπάτια του
και το ακούω,
δεν έχουν τέλος τα τραγούδια του
μετρώ στους κορμούς δέος
και φρόνηση
δάσος με τις σημύδες.


2
κατάλαβε αμέσως ότι δεν θα έμενε τίποτε όρθιο πια έτρεξε με όση δύναμη είχε να φτάσει πρώτο στο άνοιγμα της μάντρας να χυθεί από στο βουνό να βρει άγριο κοπάδι δεν θα έμενε τίποτε πίσω ούτε να βοσκήσει ούτε σταγόνα νερό να πιει κι έτρεξε οι φλόγες τού έκαιγαν ήδη τα κέρατα ένα μικρό δίπλα του είχε γίνει μπάλα φωτιάς και τον τρέλαναν οι στριγκλιές από την κάπνα δεν έβλεπε τίποτε πήρε λάθος δρόμο και κουτούλησε τον τσοπάνο κάρβουνο αλλά ήταν κάρβουνο ο τσοπάνος του; και δεν μπορούσε να τρέξει άλλο ούτε έβλεπε το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο να του τρυπήσει τα πλευρά μόλις πρόλαβε να στρίψει στη ρεματιά αλλά μπερδεύτηκε στα σκίνα και πήρε φωτιά από κάτω του σύρθηκε στις πέτρες να την σβήσει αλλά καίγανε πιο πολύ τώρα τα σωθικά του οι πέτρες καίγανε πιο πολύ κόλλησαν πάνω του αλλά δεν ήταν να γυρίσει πουθενά ήξερε ότι θα έμενε εκεί δεν είχε μάθει τίποτε μόνο να είναι ήξερε αλλά θα ξυπνούσε δίποδο άτριχο στο όνειρο του Θεού να του ζητήσει λόγο και μαχαίρι να σφάξει όλα τα άλλα δίποδα στο δάσος που γέλαγαν μύριζαν ανθρωπίλα και ούρα κι είχαν λόγο γύρναγαν μέσα στα βάτα να κάνουν τι δεν ήθελε πια άνθρωπος να γίνει αλλά να μην καίγεται ήθελε και να πεθάνει ήθελε μέσα στον κάμπο ήρεμο με τ ΄ αδέρφια του αλλά δεν πρόλαβε κι έγινε άνθρωπος να κάψει το κριάρι..


Φώτης Καγγελάρης

Οκαβάνγκο

Κι ύστερα, τον κύκλωσε η έρημος.
Σιωπηλά, ανύποπτα, ερμητικά.
Κανείς δεν το κατάλαβε.
Κανείς δεν είδε τα σημεία.
Πουλιά και ζώα έπαιζαν χαρούμενα
στις εκβολές του.
Ιπποπόταμοι έδιναν βαθιά φιλιά.
Αντιλόπες με βλέμμα ζαχαρωμένο κι ανήσυχο
Αφουγκράζονταν τους οργασμούς των τριζονιών.
Και χιλιάδες μαϊμούδες γυάλιζαν καθημερινά
κουμπιά και επωμίδες στο στραφτάλισμα της βουής του.
Μόνον εκείνος ξέρει…
Μόνον εκείνος…
Ότι αυτό δεν ήταν εκβολές.
Αυτός ήθελε να συνεχίσει
να φτάσει στη θάλασσα
να τον αγκαλιάσει
να τελειώσει μέσα της.
Όμως, τον κύκλωσε η έρημος.
Η έρημος φάνηκε πιο δυνατή.
Η έρημος ήταν πανούργα.
Τον άφησε να προχωρήσει μέσα της.
Περήφανος αυτός που την διασχίζει
πως την ξεσκίζει
όπως θα΄ κανε σε λίγο με την θάλασσα.
Και τότε… του΄κοψε το δρόμο.
Τον περικύκλωσε.
Σιωπηλά, ανύποπτα, ασφυκτικά.
Κανείς δεν κατάλαβε.
Κανείς δεν είδε τα σημεία.
Κανείς δεν του΄πε: «πού πας;»
«τι κάνεις εκεί;»
Όλοι βλέπαν εκβολές.
Κομψότατες δίνες σμίγαν
το γαλανό και το σκοτάδι.
Ευφρόσυνοι καταρράκτες αντηχούσαν
τους λογισμούς του.
Χιλιάδες καθρεφτάκια αντιφεγγίζαν
το πέταγμα των πουλιών.
Και κροκόδειλοι μ΄ ακίνητα χαμόγελα
δάκρυζαν ευτυχισμένοι και προσεύχονταν
«ρειπάντατα – ρειπάντατα» με ύμνους μαγικούς.
Αχ, κανείς δεν ήξερε
Κανείς δεν κατάλαβε.
Ότι αυτό δεν ήταν εκβολές.
Αυτό ήταν ασφυξία.
Διαμελισμός.
Λιμνάζοντα βλέμματα.
Σάπιες λέξεις.
Άμμος στο στόμα.
Άμμος στα μάτια.
Άμμος…. Παντού.

Και όμως, ήταν τόσο ορμητικός
Και ευδαίμων όταν ξεκινούσε,
Αυτός. Ο ποταμός. Ο Οκαβάνγκο.

 

(Ο ποταμός Οκαβάνγκο πηγάζει από την Αγκόλα και «πνίγεται» στην Μποτσουάνα από την έρημο Καλαχάρι)

 

Δημήτρης Καλοκύρης

Ερημόπολις

στο Nάσο

ΟΠΩΣ μια λέξη για την ηλικία των μετάλλων να είχε νόημα. Σαν τα ελάχιστα που συνδέουν με το ρεύμα τού λόγου τα ζώα. Kάτι σαν όνομα σχεδόν, συνωνυμία ίσως μιας παραλίας Pαμόνας, και από κει πλόες εαρινοί, νυχτοπορία στα νερά της Iωνίας – φιλομειδής να τεντώνεται παλλακίδα του Άδη.

Kαι έτσι ταξιδεύοντας ανέστιος, με το υπόλευκο οχηματαγωγό «Aρίων» (που ανατινάχτηκε τον επόμενο χειμώνα ανοιχτά της Συρίας ενώ περνούσε, ερήμην μου, από το φινιστρίνι του η μεγαλύτερη πανσέληνος της Mεσογείου)

εδέησε να συμβεί και είδαν μερικοί το πυρόξανθο πρόσωπο και το σώμα της έχιδνας να καλπάζει ξέφρενη στα υδρόβια δάση, με την άμμο ψιμμύθια στο λαιμό και τη χωρίστρα της θυσσανωτή σα δάφνη των υδάτων.

Όπου ξανά, στη Mήθυμνα εξόριστος κατέφυγα, το μαύρο χαλικάκι μου πετώντας στο Θερμαϊκό και στου Δαβίδ τη λεύκα, επειδή αυστηρά του καταλόγισα πως άφησε τη στρατώνα για να ξεπληρώσει το βίο πάνω στους ακρεμώνες των κλαδιών σαν το πουλάκι – ο ερωτόκριτος.

Aλλά με ποιους να συντάχτηκα ασυναίσθητα κι αναγάλλιασα σήμερα, διαβάζοντας πως το μετόχι του Tοπλού, το Iδιόρρυθμο λέγοντας της Σφαίρας, στον κάβο ακριβώς της Aκρωτηριανής, ονομαζόταν και αυτό Eρημόπολις; Eίχα περάσει τρεις φορές την Πόρτα του Tροχού και το χαντάκι, φυγάς, των Διπλών Aναθεμάτων, περιοδεύοντας έξω απ’ το κτίσμα, ο άπολις, στο κριθάρι, την άκανθα και τα τριζόνια.

Kαι ο έρημος άνθρωπος, διαδίδουν εκεί, είναι σαν το αλάτι? γιατί φοβάται, λέει, το νερό και φυραίνεται στην άμμο. Mε τον καιρό φυτρώνει βλαστάρι στο κεφάλι του, χλόη στιλπνή και λάχανο στα γένια.

Eίναι γνωστό επίσης στα γύρω χωριά ότι μετά την έκρηξη του κρατήρα, έντομα, ζώα και άνθρωποι για μερόνυχτα έξι τυφλώθηκαν. Kι εκεί κοντά στο μετόχι, ακόμα σώζονται τα λείψανα πανάρχαιου λιμένα, μια πόλη καταγραμμένη ίσως Ίτανος, απ’ όπου μίσθωσαν άνθρωπο οι ναυτικοί της Θήρας, μόλις βεβαίως ξαναβρέθηκαν στο φως, και τους οδήγησε από τις ξέρες στις ακτές της Aλεξάνδρειας, τριάντα κόμβους νοτιοδυτικά της ’Iλιάδας ή άλλου έπους, αν θυμάμαι.

Στα μέρη άνθισαν βαφεία της βασιλικής πορφύρας (porpura murex), όπως επίσης έλαμψαν υαλουργοί, που κοκκίνιζαν το γυαλί με ρινίσματα χρυσού και αδίαντο την κορυφαία στιγμή της τήξης. Aλλά να μην ξεχάσουμε και τα υφαντήρια, τις βιοτεχνίες των καλλυντικών που γίνονταν από καπνιά και υγρή πίσσα για τα βλέφαρα, ανθρακικό μολύβι για ν’ ασπρίζει απροκάλυπτα ο λαιμός και το μάγουλο, αρώματα από κρασί και κορίανδρο, αλοιφές από φοινικόλαδο και μέντα για την ανάταση του στήθους (miserabile visu), και βέβαια έκοψαν νομίσματα με τρίτωνες και όστρακα ώσπου, μετά από σαράντα τυραννίες και ανακτοβούλια, η πόλη αύτανδρη καταποντίστηκε σε πειρατείες, σεισμούς, τους αιώνες εγκαινιάζοντας των χριστιανών.

Σώθηκε επιτύμβιο, παρ’ όλα αυτά, κάποιου νεαρού που, επί Bάττου του Xωλού και Φερετίμης βασιλέων, αναδείχτηκε τοξότης ισάξιος του Aπόλλωνα. O ακραίος αντίπαλος, σύντροφοι, ανέκαθεν μεγάλωνε με αμβροσία. Kαι η σκαπάνη του ιταλού αρχαιολόγου Άλμπερτ ανέσυρε στις μέρες μας θρήνο για τον Eξάκωνα, ετών 22, πάνω σε γκρίζα πέτρα. Aλλά συνέπεσε τώρα να κατοικώ για κάποια χρόνια, μαθητής, κοντά στο άλλοτε πολυτελές κονάκι του Mιρζά, πάνω απ’ το ξυλουργείο, σ’ ένα νεόδμητο της οδού Άλμπερτ ακριβώς, μ’ ένα στενό, μωσαϊκό μπαλκόνι που κοιτούσε μεσ’ από την πεντάτευχη κουρτίνα σε μια πέρα αυλή, τον ήμερο φοίνικα της επαγγελίας.

Και όποιος βλέπει φοινικιές, χαρές να περιμένει εξάπαντος μαζί με πλούτη ευγενούς γυναικός, επεξηγούσαν οι Oνειροκρίτες του Aστράμψυχου και οι σεληναγωγίες του Aχμέτ

όσο κι αν είχαμε μεσάνυχτα κείνη την εποχή από μυρτώα χείλη κι αέρινα προσκέφαλα, την τεχνική του χρόνου, κι ας μη βγήκαν τα όνειρα ακέραια όλα,

μα ένα πείσμα μοναχά ν’ αντιτάξω στις Eντολές, ψιχία έστω ενός σθένους λειψού, ότι τουλάχιστον δεν παραδίδομαι αμαχητί, ακόμα

ο Eρημόπολις.
1990

 

Κώστας Κρεμμύδας

Υδρούσα 2

Τα τελευταία ούζα τα ’πιαμε στο πόδι
Το canto του Διονύση τάραζε τα σωθικά μας
Πονούσα
Οι πόρτες τρίζαν παράξενα
οι μικρές πυρκαγίες μόλις που 'σβήναν
στο άκουσμά μας
Πρωινό στην αυλή ο θάνατος
Κάποτε πρέπει να μιλήσουμε και γι' αυτά.

Κοιμόσουν ανάσκελα
Το κεφάλι σου γυρισμένο στο πλάι
σιγομιλούσε της θάλασσας
Μια καφέ εμπριμέ κουρτίνα
σκίαζε τη ψυχή μου
Έμεινα αρκετά μέχρι να φύγει το πλοίο με τις
καρτ ποστάλ και τους ηλίθιους
Τα μάτια σου ακόμα κλειστά.

Πλησίασα το κασετόφωνο κι η Αλεξίου
έσπασε τη σιωπή. Πάνω στο σκαμπό
ο τρελός του νησιού λικνιζόταν
Δε μπόρεσα να καταλάβω.
Το χέρι μου άγγιξε το σκέπασμά σου
Δε μ' ακουγες που μίλαγα
Σκεφτόσουν

Σκέφτομαι στη γλώσσα μας σημαίνει πονάω ή
ψωνίζω στα σούπερ μάρκετ της Κανάρη
Σάββατο μεσημέρι γύρω στις δώδεκα.

Κάποια στιγμή έκανα πίσω την ώρα που
το νερό σκάει με βία στη μπλε κουπαστή
Δυο γλάροι φουντάριζαν στη θάλασσα·
ο τρίτος έμεινε αναποφάσιστος.

Στα καλντερίμια ακούω τη φωνή σου
Το χέρι μου ψάχνει αχόρταγα τα δάχτυλά σου
Το ροζ μανόν - που ποτέ δεν μ' άρεσε- τ' αγάπησα.

Την ώρα που κατέβαινα έσκασε η μπόμπα:
μαχαιρώνονται τρεις νέοι στην προκυμαία
δυο νεαρές συνουσιάζονται στα κύματα
κι εμείς ακουμπισμένοι στο μπαρ
κάναμε έρωτα με τα μάτια.

Ο γιος μου και σήμερα δάκρυσε στην παραλία
Τα μαλλιά του γεμάτα αρμύρα ακούμπαγαν στο πρόσωπο σου
Το αδιέξοδο είναι η ασφαλιστική δικλείδα της αρμονίας
Η ευτυχία ενυπάρχει στο θάνατο
για τη ζωή δε λέει κανείς μας τίποτε
Κάποτε
που οι Νατάσσες θα ερωτεύονται ελεύθερα μεταξύ τους
που τα ταμπού θα πάψουν να τυραννούνε τις αγριελιές
κι οι ανεμοι να εκλιπαρούνε θύελλες
θα καταφύγουμε γυμνοί στο Σύνταγμα.

Τις νύχτες σε σκέφτομαι και κρυώνω
Οι αφιερώσεις σταματησαν τη μουσική πανδαισία
Είναι κακό ν΄ αγαπάς στο παρόν δίχως να
εξετάζεις τις συνέπειες του χθες στο μεθάυριο
Ποιά ποίηση και ποιά ζωή στις μέρες μας;
Τα δελτία ειδήσεων είναι ευνοϊκά για τις γάτες.

Η Ύδρα σημαδεύει τη ζωή μου.

Κάποια Μεγάλη Παρασκευή θ' ανταμωθούμε ξανά
σε εκκλησιές κι ανεμοθύελλες.
Δεν ξέρω αν θα θυμάσαι το όνομά μου
πάντως εγω δεν πρόκειται να βγάλω φωτογραφίες
στην παλιά αυλή με το πηγάδι
πίνοντας δήθεν γραφικούς καφέδες.

Στερούμαι φωτογραφικής μηχανής
Άλλωστε κοιμάμαι αρτιμελής τα βράδια
την ώρα που ευνουχίζεται ο Σινόπουλος.

Οι αποχετεύσεις που είχαν βουλώσει
χύνονται πάλι στη θάλασσα.

Η προκυμαία γεμίζει σκατά που αιωρούνται
Οι σημαίες αναπτερώνουν τα εθνικά μας ιδεώδη.
Το τέλος αποτρόπαιο ή με ταχύτητα δεν επισπεύδει
το φόβο δεν προκαλεί την οδύνη
Γι' αυτο σα θα με δεις να βγαίνω πάλι στο φως
χαμογέλασε
είναι το λίγο για τον τρελό που λικνίζεται
στα ουζάδικα της γειτονιάς σου
Χαμογέλασε και πες μου κάτι σιγά
σάμπως να νανουριζες τη νύχτα

Τη νύχτα εκείνη που ποτέ δεν υπήρξε.

 

Υδρούσα 1

Απ' το πρωί ο καιρός δεν έλεγε ν’ αλλάξειΚατά τις πέντε σηκώθηκε αέρας δυνατός
που ’παιρνε το λευκό σου φόρεμα
στην προκυμαία
Τα rooms to let περίμεναν ανυπόμονατους τελευταίους πελάτες.

Ο ουρανός έγινε μουντός
η θάλασσα απόμεινε γκρίζα
τα καλντερίμια γυάλιζαν στο απόβροχο
της σιωπής και της ανάσας μας.
Όσο για μας
συνεχίζουμε να ασελγούμε
παράφορα μυθομανείς παράφρονες και μόνοι.

 

Ηρακλής Λιόκης

Γραφή στο "Αψέντι"

Αχνή παραπαίει η φωνή σου
πανί στ' ανοιχτά κάποιας νήσου
ψάχνει, δεν βρίσκει καμιά λέξη
για να μπορέσει να διαλέξει
η λήθη γραμμάτιο που λήγει
απαλά μας τυλίγει
μοιάζει το να μείνεις κοντά μου
γραφή της ευκίνητης άμμου

29.1.2006 - 22.4.2006


Μιχαήλ Μήτρας


Αντρέας Παγουλάτος

Τροπές 27

στην Alicia Neto


ταξίδι
ξεφεύγοντας την άβυσσο
νόστοι και περιπλάνηση
περίπου πλάνη
μια νοσταλγία
για ένα αύριο
που δε φθάνει
και να γεμίσει πως
άδειο από νόημα
αντλώντας
απ’ τις πηγές του κόσμου
ροή και χρόνο
μύθο για έργα και ημέρες
κι ολόγυρα
απέραντη
η σιωπή μονάχα
η σιωπή
που σφύζει
μ’ όλα τ’ άστρα
μια μουσική
που κορυφώνεται
και σταματά
καθώς η ξάστερη
ματιά σου
με διαπερνά
από μιαν άλλη ήπειρο
μακριά πολύ κοντά
ασάλευτη σιωπή
που πνίγει
όλα τ’ άστρα
ασφυκτική
μα σαν ακούγεται
να τραγουδά
φωνή αστείρευτη
η φωνή σου
λυτρωτικά
από μιαν άγρια μνήμη μου
κοντά πολύ μακριά
ξανά
με λευτερώνει
και λευτερώνει
κι όλα τ’ άστρα


Λιάνα Σακελλίου

Μοντέρνα Ηδονή

Δεν χρειαζόμουν το είδος αυτό του μαύρου κεντήματος—
το μονότονο σχέδιο, τη μυστικότητα χωρίς το ανθρώπινο είδος.
Θα ’θελα να το ανασυνθέσω ελεύθερα,
να το εξερευνήσω με τη βελόνα
στον εγκλεισμό, στον κίνδυνο.

Δεν κάνω τίποτα να διώξω τον φόβο—
τσουκνίδες, σκλήθρες, σαρκοφάγα,
ο τεράστιος μανδύας για τον διάβολο.
Μετακινώ τα δάχτυλα πιο πέρα
κινώ το δάσος προς εμένα.

Ένα είδος αναζήτησης είναι κι αυτό,
μια περιπέτεια αισθήσεων.
Να το αλλάξω;
Τα στοιχειά να μπουν σε κήπο;
Να μου ποζάρουν σαν υλικό από έντομα;

Το δάσος όμως στοιχειώνει
(Το μαύρο σώμα του εντονότερο τώρα που γράφω)
και σιωπά.


Παραμύθι του δάσους

Ακατέργαστο υλικό πνέει ανάμεσά μας
σαν πειρασμός.
Μια σκηνή περιμένει νύμφες, δράκους
καβαλάρηδες αλύγιστους
με σιδερόπλεκτα γάντια
το φρένιασμα του κυνηγιού.

Κρέμομαι στο πράσινο χάος
σαν χνουδωτό έντομο.
Φύλλα αποκαλύπτουν απόκληρα κάστρα.
Η προσμονή του χώρου
μια συνεχής ηδονή.
Τίποτα δεν αρνείται το δάσος.


Διαφυγή μοντέλου

Η χλωροφύλλη στο πινέλο του μετατοπίζει τις φτέρες
κοντά της όταν εκείνη κοιτάζει τον υποτελή κισσό
τόσο έντονα που γίνεται τοπίο
πέρα από τον τοίχο των δέντρων, πέρα απ’ τον άνθρωπο.

Γιατί επιμένει τον ίδιο μηχανισμό της ανάγκης
να μοιραστoύν, το ίδιο σύνολο κανόνων;
Προτιμά την εμπειρία του δάσους
μεγεθυσμένη πέρα απ’ τις λέξεις.


Ενθύμιο ταξιδιού πριν την άνοιξη

Το ταξίδι σ’ απίθωσε σε μένα.
Το σκοτεινό σου στόμα τονίζει την υπόσχεση της γύρης.
Αποκοιμήσου στις απολήξεις των νεύρων μου
Κι ο λιμναίος κόσμος θα γίνει φύλλωμα.


Κωστής Τριανταφύλλου

Tαξίδι μέσα στις λέξεις

MAGIC BUS


τραγούδι για μεγάλους δρόμους*

το θηρίο βάζει μπρός
μια κορνάρει μια βρυχιέται
μια κυλάει περήφανα
στην ασφαλτοστρωμένη γη
σένα κάθισμα διπλό περνάν οι ώρες
περνάνε οι νύχτες κι οι μέρες περνάμε σύνορα
κι οι τελωνιακοί μας κοιτάνε λοξά
συλλέκτες σφραγίδων για τη συλλογή του διαβατήριου
να το τελειώσουμε κι αυτό με διεθνείς μουτζούρες
ή μας παίρνουν για λαθρεπιβάτες
σαυτό τον κόσμο που γυρνάει
κι εμείς κυλάμε πάνω του

το παρμπρίζ του ταξιδιού γεμίζει αποτυπώματα
από σκοτωμένα φτερωτά οράματα των μεγάλων δρόμων της δύσης
χιλιόμετρο χιλιόμετρο βγάζει ο οδηγός το μεροκάματο
γαμώ το χιλιόμετρο φουρτούνες και στραπάτσα
ο χοντρός ξανθός μπέμπης στο τιμόνι
έχει βαριά καρδιά και χοντράδια πολλά
ένας κοντός συνοδηγός του χτυπάει νεσκαφέ
και του λέει πολλά αδιάφορα και καλά
ένα σκοπό του δίνει για να φτάσει κάποτε
σένα κρεβάτι πληρωμένο μ’ ανηφόρες και στροφές
και χιλιόμετρα πολλά
ο οδηγός είναι Ρωμιός κι ο συνοδηγός
ακούν τον Στέλιο και σφυράνε μελωδίες κι ουρλιαχτά
προσπερνώντας μια νταλίκα και μια χώρα ξενικιά
ο μήτσος βρίζει φτύνει κι οδηγεί του σκοτωμού
άντε να περάσει ή ώρα να περάσει το ταξίδι
με το όχημα που αργεί
να βγει απ΄αυτή τη γαμημένη διαδρομή.
πέφτει ομίχλη στο παρμπρίζ φτύνει χιλιόμετρα ο μήτσος
τι να την κάνουμε !
θα μπούμε μέσα της κι ότι βγει !
ύστερα θα πλακώσει καμιά χοντρή βροχή να καθαρίσει
το όχημα του ταξιδιού που χάθηκε
ψάχνοντας καλά σύνορα για να μπει

όλα γίνονται μες στο ταξίδι αυτό
ένα πόδι πάνω στ’ άλλο κι από κάτω το φαρμάκι σταυροπόδι
ένας μαύρος γάτος με φωνάζει
πού να βρεις το άλλο μέρος της καρδιάς μου !
και το άλλο μέρος του κόσμου
κι ένα μέρος καλό να βολευτείς
στην ακούραστη λεωφόρο αυτή
ο μήτσος βλέπει τον καθρέφτη και την άσφαλτο
τον άνεμο και τα λάστιχα που σφυρίζουν ακούει
καλό ταξίδι και προσπεράσματα
με καλεί το κλάξον απ’το δρόμο να του τρακάρω μια μπουνιά
ο μήτσος λίγο μαλλί αλλά καλά στρωμένο
καθαρίζει για όλους
καλό ταξίδι
το ένα πόδι στο κεφάλι
ένα γάτο στη μασχάλη
και μια υπέροχη φαγούρα
ώσπου μπήκαμε σε μια σήραγγα ατελείωτη
να του μιλάμε να μην εμφανιστούν τα όνειρα
χαμογελώντας στον καθρέφτη
στο νυχτωμένο τιμόνι της οδήγησης
στο βάθος της οθόνης όπου όλα επιτρέπονται
και σε παίρνει ο ύπνος !

από πόλη σε πόλη σε πρωτεύουσες του κόσμου
μια τεράστια λεωφόρος
σκληρή και μονότονη
να χάνεις τα μάτια σου στα χιλιόμετρα
όλα γίνονται στο ταξίδι αυτό
αρκεί ν’ανοίξεις το παράθυρο σέναν άλλο κόσμο
και τα οράματα στην ώρα τους !
το λεωφορείο γεμάτο και βαρύ
στρώνει ένα όνομα
κι αφήνει βρώμα πολλή
παρέα μ’ ένα ατύχημα βγάζω την πρώτη μέρα
αλλάζω θέση
η συμβουλή σου είναι καλή
μα δε βρήκα την πόρτα ανοιχτή
με ξαναπαίρνεις πάλι πίσω να γαμηθούμε άβολα πάλι μαζί
θες μονοπώλιο εσύ κι η σκατοφάρα σου άκουσέ με
η χοντρή μου αντοχή δεν έχει όρια στη γη αυτή
σέστειλα να πας στο διάολο μόνη σου
για να ‘μαστε για πάντοτε μαζί
το αμάξι αυτό με τελειώνει
ανάμεσα σε δυό μεγαθήρια πολιτείες

δε σου δίνω μια δεκάρα για να με πας στην άλλη γη
λαθρεπιβάτης μάγος στην αγκαλιά σου τη μικρή
θα σε φορτώσω με μια αγάπη τρελή
να μας παίρνουν οι στροφές
στη ταχύτητα αυτή που κουνάει τρανταχτή
μια ζαλάδα χωρίς τέλος και αρχή
κάποια νύχτα σταματάμε σένα στέκι της λεωφόρου
το τζού-μποξ αυτής της πόλης για μάς ακόμα παίζει

όλα γίνονται ταξίδι να υπάρχει
σε παίρνει ο άνεμος
οι ρόδες γυρίζουν αλλοπρόσαλλα
τουμπαρισμένες οι λέξεις μου φάτσα στον ουρανό
στην ατέλειωτη λεωφόρο
χάνοντας όνομα και πατρίδα
αλλάξαμε ψυχή και μπότες
στην μελαγχολία μου που είναι γερά περπατημένη
σε κάθε ταξίδι που τέλος δεν έχει
παντού τα ίδια
κι όταν πέφτει η νύχτα ηρεμία
να παρθούμε στο τελευταίο κάθισμα πάνω απ’ τη μηχανή
κι έξω η ομίχλη κι οι κοιμισμένοι σπίτια τους
μη φρενάρεις μήτσο τώρα
το σιδερένιο όχημα παίρνεται με το δρόμο
καταπίνοντας χιλιόμετρα
γλυκοκουνιέται ξεφυσώντας καυσαέριο
πάνω στις τέσσερις σκληρές του ρόδες
ροκεντρόλ όνειρα χοροπηδάνε στις λακκούβες
στο ρυθμό της μεγάλης ιπποδύναμης
ακάθεκτα

π ε ρ ά σ τ ε π ε ρ ά σ τ ε στη μαγική μας διαδρομή
τα μάτια αν ανοίξουν άλλη χώρα θ’ αντικρύσουν
η αστραπή πέρασε
περνάνε νύχτες και μέρες φαντάσματα κι οπτασίες
αρκεί να μην ξεμείνεις από καύσιμα
σύνορο στο σύνορο μένα χάρτη στο μυαλό να χαθούμε
ψάχνω το καλό το πέρασμα
μη μας γδύσουν και μας μαδήσουν!
οι περπατητές σε χαιρετάνε κι εσύ κορνάρεις και γελάς
το μαγικό τσίρκο ξεκινάει διαδρομή παράλληλη
γύρω γύρω από τη γη να μας παίρνουν οι στροφές
ουρανοξύστες κι εργοστάσια πεδιάδες και βουνά
μια λεωφόρος ταξιδεύει !
μπήκα από ανάγκη στο λεωφορείο μα ταξιδέψαμε μαζί
ως την άλλη άκρη
η μαγική βαβέλ κυλάει
αφήνοντας πολύχρωμες χαρούμενες μπουρμπουλήθρες
να χαμογελάσουν τα όνειρα των θλιβερών κατοίκων των πόλεων

ξεκινήσαμε 50 και στο δρόμο μετρηθήκαμε ξανά
βγήκαμε άλλοι χίλιοι δυο
μέσα στη σιδερένια του ψυχή
βράζει ο θεος ύπνος μένα νάρκισσο αγκαλιά
δαγκώνω ένα κόκκινο μήλο
κι ο ήλιος ανατέλλει
κι ο ήλιος δύει
κι έρχεται βροχή ομίχλη και καταιγίδα
στων μεγάλων δρόμων την ψυχή
μια σκληρή κατάσταση μας κυκλοφορεί

οι γερμανοί ρίχνουν σκυλί ανιχνευτή
που βρίσκει παστουρμάδες και τσαρούχια
να βρωμάν τα σύνορά τους ελλάδα για πάντα

η μεγάλη μηχανή
τα μεσάνυχτα φαίνεται
όταν ερημώνουν οι διεθνείς λεωφόροι
κι ορμάει ελεύθερη να συναγωνιστεί
τα χιλιόμετρα του κόσμου

όλα γίνονται σ’ αυτό το ταξίδι.
από μια σακούλα πλαστική μια τροφή εκπληκτική
παίρνει και του πιο πεινασμένου την ψυχή
ένας ισχνός ολλανδός βρικόλακας ταξιδεύει μαζί μας
δίπλα του μια άδεια θέση
κανείς δεν τολμάει να την παραβιάσει
κάτω από το κάθισμα πακέτα και σακούλες
και το κεφάλι της μαύρης αφροδίτης
έξω απ’ τον τεράστιο υπνόσακο της νύχτας
αλλά μέσα στην εφημερίδα που αγόρασα πριν φύγουμε
ο κένταυρος παίρνει μάτι την αμαζόνα που τον σημαδεύει
απ΄το απέναντι αέτωμα
το πετρέλαιο καίει την μηχανή
μαζί με μια χώρα άγνωστη
οδηγέ πάτα το γκάζι την άλλη χώρα να περάσουμε
αργά ή γρήγορα θα φτάσουμε πάτα το γκάζι
να προσπεράσουμε τον χρόνο
αυτή η αργή γενιά
να ζήσει κι αυτή
αυτό που μεγαλώσαμε εμείς


μαζί

ένα ζώο κουτσό
σε μαύρο δέρμα τυλιγμένο
τρέχει δίπλα στο λεωφορείο
πέρα από παράθυρα στους πίσω δρόμους
που δεν χωράει το θηρίο ούτε για να κρυφτεί
πιο μπρος κι από την μηχανή
ώσπου σε μια στροφή
τον παίρνει από κάτω
παίρνοντας μια σκληρή γενιά
μένα δυνατό θάνατο αγκαλιά
πέρασε τρεις πόλεις με ταχύτητα ακατόρθωτη
τρία σύνορα τρεις χώρες
ένα σύστημα
και μια αρρώστια στην επόμενη γενιά
στις άγριες λεωφόρους της ιπποδύναμής μας
χωρίς διόδια και σύνορα
καθημερινό ταξίδι
στις δικές μας περιοχές

εδώ
σταματήσαμε για κατούρημα
βγαίνοντας απ’ το λεωφορείο χαθήκαμε σ’ ένα άγνωστο τοπίο
το καλό το πέρασμα να βρούμε να διασχίσουμε τα σύνορα
να πούμε την πληροφορία
να αλλάξουμε ρυθμό και γεγονός

ψάχναμε πάντως
ένα καλό μέρος για κατούρημα

*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μ Ο Ρ Μ Ω αριθ.2 στην Αθήνα το 1980,γράφτηκε μέσα στο Magic Bus.

 

 

blank page | έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία