Κείμενο - Ο Θάνατος ως πολιτισμικό γεγονός

Φώτης Καγγελάρης

‘TO – ΕΙΝΑΙ – ΠΡΟΣ – ΤΡΕΛΑ’
(το ‘και’, το ‘ούτε’ και το ‘ ή ’
το  ερώτημα του ναρκισσισμού)

“Και πώς να βγεις έξω
όταν  δεν έχεις μέσα σου
όσο παραλήρημα χρειάζεται.
Ή θα πρέπει να λες ψέματα
ή να πεθάνεις…”
Π. Ελυάρ

 

    Η προσέγγιση του θέματος ‘θάνατος’ από διαφορετικές τοποθετήσεις- ‘Η θρησκεία και ο θάνατος’, ‘Η τέχνη και ο θάνατος’. ‘ Η φιλοσοφία και ο θάνατος’ κλπ- μας καταδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς ότι, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ο θάνατος δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Το ίδιο το γεγονός της ποικιλότροπης προσέγγισης του το αναδεικνύει ως γεγονός σημασίας, ως γεγονός νοήματος, άρα, ως φαινόμενο ερμηνείας.
    Πεθαίνουμε μόνοι μας. Καθένας ζει τον δικό του θάνατο. Ήδη από τότε που τα παιδιά επιτρέπονταν να βρίσκονται στο δωμάτιο του θνήσκοντος μαζί με όλους τους άλλους, ιερείς, επισκέπτες, υπηρέτες κλπ – ως συνιστώσες σημασίας, άραγε; - ο Πασκάλ φώναζε: “πεθαίνουμε μόνοι!....” Eίναι αυτό το ‘μόνοι’ που καταδεικνύει το προσωπικό γεγονός της ερμηνείας του καθενός για τον θάνατο, από την άρνησή του ως την αφιέρωση σ’ αυτόν όλου του γεγονότος της ζωής: θρησκευτικά, πολιτισμικά, ψυχαναγκαστικά…
    Το ψυχικό σύστημα εν μέρει αγνοεί τον θάνατο. Στο ασυνείδητο δεν υπάρχει εγγραφή θανάτου. Ο  θάνατος αφορά το ‘εγώ’, είναι ο θάνατος του ‘εγώ’ ο θάνατος μας, αφορά την ναρκισσιστική του διάσταση ως αιωνίως παρόντος, παντοδύναμου, ελεγκτού. Ενός θεού που, ενίοτε αντιμετωπίζει το θνήσκειν στα χέρια ενός άλλου θεού, με τις ίδιες ιδιότητες μ΄ αυτόν.
    Αυτό το ‘εγώ’, το διαμορφωμένο και συγκροτημένο απ΄ όλες, κυρίως τις πρώϊμες, συνιστώσες βιωμάτων, φαντασιώσεων, επιθυμιών, ματαιώσεων, την χρήση των λέξεων, όχι μόνον θα βιώσει τον θάνατο τελείως προσωπικά σε επίπεδο ατόμου, αλλά επίσης σε επίπεδο κουλτούρας. Ο θάνατος, λοιπόν, ως φαινόμενο ερμηνείας μας παραδίδεται επίσης από την θρησκεία, την μαγεία, τον πόλεμο, το έγκλημα πάθους, την αυτοκτονία, το στρατόπεδο συγκέντρωσης  “τόπο όπου η τέχνη σταματά” λέει ο  Αντόρνο. Δηλαδή, ο άνθρωπος μένει άφωνος, δίχως λέξεις μπρος στην έκπληξη της αποκάλυψης ενός βιολογικού θανάτου, που τρόπο να μιλήσει γι΄ αυτό, δεν έχει.
    Ο θάνατος είναι αμίλητος. Αν αναρωτηθούμε “τι είναι θάνατος;”  θα βρεθούμε σε αμηχανία εάν δεν καταφύγουμε σε μεταφορές. Αυτό, το τόσο άμεσο γεγονός της ζωής καταδεικνύει ακριβώς την έλλειψη λέξεων. Και πράγματι, ενώ η λέξη ‘θάνατος’ τείνει να προσδιορίσει αυτό που δεν είναι ζωή, εν τούτοις αδυνατεί, επειδή ο θάνατος ως η απόλυτη ετερότητα, δεν μπορεί να σηματοδοτηθεί από το συμβολικό, δηλαδή από το δίκτυο των σημαινόντων, άρα των λέξεων.
    Όλη η γλώσσα αναφέρεται  στη ζωή – αλλά και όλη η ζωή στη γλώσσα – φτιάχτηκε για την ζωή, είναι η ζωή. Υπάρχει εκ των πραγμάτων αδυναμία της γλώσσας να μιλήσει για τον θάνατο. Δεν της ανήκει.
    Θα μας επιτρεπόταν ν΄αναρωτηθούμε, αν ο θάνατος είναι θέμα γλώσσας; Ο θάνατος είναι ένδεια λέξεων. Αδειάζουμε από λέξεις. Ανάλογα, όπως με το αυτισμό, την κατάθλιψη, την αυτοκτονία. Κι αν η ζωή είναι μια ασθένεια με άσχημη  πρόγνωση, τότε θα ονομάζαμε τις επιπλοκές θανάτου: αφωνία.  Πεθαίνουμε από αφωνία.
    Ας θυμηθούμε πώς ο θεός φτιάχνει τον κόσμο: μιλώντας. Η ζωή είναι λέξεις. Ο ίδιος ο Θεός είναι ανύπαρκτος εάν δεν είναι λόγος. Η ίδια του η παρουσία και ύπαρξη είναι λέξεις και στην Παλαιά: “ εγώ ειμί ο ων”  και στην Καινή Διαθήκη: “την αρχήν ότι, και λαλώ υμίν”. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι άλλο από την πρόσβαση στην συμβολική τάξη, από την δραπέτευση εκ του άρρητου.
    Ο θάνατος είναι ο θάνατος του συμβολικού, ο θάνατος των λέξεων.
    Η ίδια η διατύπωση του θανάτου ως άλλη μορφή ζωής, προκύπτει από την αδυναμία πρόσληψης του ‘είναι’ ως ‘μη- είναι’, άρα προκύπτει από την έλλειψη σημείων. Δηλαδή, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον θάνατο βάσει του πεπερασμένου λεξικού της ζωής, δια του οποίου πασχίζει ν΄αναδείξει την ετερότητα. “  Ο κόσμος μας σταματά εκεί που σταματούν οι λέξεις μας” έλεγε ο Βιτγκενστάϊν. Ότι  και να πει ο άνθρωπος περί θανάτου, είναι καταδικασμένο σε ταυτολογία, ακόμα κι αν καταφύγει στη σιωπή ως μεταφορά του άλεκτου, όπως συμβαίνει στην μοναστική ζωή. Η περιγραφή του κάτω κόσμου π.χ. ή του κόσμου  του παραδείσου και της κόλασης σε υστερότερες θρησκείες, είναι ότι και ο κόσμος των ζώντων συν ένα σύνδεσμο συμπλεκτικό του τύπου, ‘αλλά’, ‘όμως’ ή μιας πρόθεσης του τύπου ‘δεν’. Το εκθαμβωτικό σχόλιο του Χάϊντεγγερ για το ‘λέξαιτο’  που βάζει ο Όμηρος στο στόμα του Οδυσσέα, όταν έχει κατέβει στον Άδη και μιλά στους νεκρούς, αναδεικνύει περίτρανα ότι, εκτός της σημασίας που αναδεικνύει το σχόλιο του Χάϊντεγγερ  στο ‘λέγω’ ως ‘συλλέγω’, είναι επίσης η μοναδική δυνατότητα του Οδυσσέα να τους ‘λέξαιτο’, δηλαδή να τους καταστήσει υπαρκτούς και ακροατές του, ως οντότητες λέξεων. Η ίδια η εκπομπή του ‘λέξαιτο’ καθιστά αυτόματα τους νεκρούς υπαρκτούς  στην τάξη των σημείων, άρα συνδιαλεγόμενους. Έτσι, ο κάτω κόσμος καταλήγει να ‘είναι’ ότι ‘δεν – είναι’ ο άνω, επειδή ακριβώς ισχύει απόλυτα ο ορισμός της ετερότητας του θανάτου, έτσι όπως μας την παραδίδει ο Επίκουρος με την περίφημη επιστολή του στο Μενοικέα:  “μηθέν προς ημάς είναι τον θάνατον… επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν . όταν δ΄ τοθ΄ημείς ουκ εσμέν”.
    Yπάρχει, λοιπόν μια κυριαρχία του ‘δεν’, του ‘αλλά’ του ‘όμως’, ως δυνατότητα απόδοσης της ετερότητας, της πιο απόλυτης, που την καθιστά έτσι σχετική, και άρα εξανθρωπισμένη. Το διαζευκτικό ‘ή’ απουσιάζει παντελώς, επειδή ακριβώς, το νόημα του ωχριά και αχρηστεύεται στην προσπάθεια του για την ανάδειξη της ετερότητας. Στο κάτω- κάτω λέξη είναι κι αυτό.
    Κοίταζα την νεκρώσιμη πομπή του αρχ/που Χριστόδουλου κι αναρωτιόμουν:  “Είναι αυτός; Είναι αυτός αλλά και δεν είναι αφού δεν – είναι – ζων. Άρα, μπορεί να είναι ή δεν μπορεί να είναι αυτός; Είναι αυτός ή Άλλος;”. Το διαζευκτικό στην απάντηση θα εξαλειφθεί: ο νεκρός ‘είναι – και – δεν- είναι’. Η ετερότητα εξανθρωπίζεται. Το ‘οr’ στην γνωστή φράση του Άμλετ, μόνον ως ερώτημα μπορεί να σταθεί. Η απάντηση θα καθοριστεί από τους συμπλεκτικούς και τις προθέσεις. Επιδέξια θα καταφύγει στη μεταφορά για την υπέρβαση του διαζευκτικού: “θάνατος – ύπνος και τίποτε άλλο”, συναντώντας εδώ τον Φαίδωνα και τον ύπνο δίχως όνειρα, δηλαδή χωρίς λέξεις αλλά και τον Μονταίν: “Δεν νοιώθουμε τίποτα βαθύτερo στη ζωή από έναν ήσυχο ύπνο χωρίς όνειρα”. (Kαι θυμάμαι εδώ, όταν μετά μια προσωπική εγχείρηση, ξύπνησα απ΄ την νάρκωση, σκεφτόμουν ότι αν πέθαινα δεν θα το ήξερα, όπως δεν ήξερα ότι δεν είχα πεθάνει κατά την νάρκωση). Ήδη στις δημοτικές παραδόσεις και τραγούδια ο θάνατος είναι ύπνος και ο Γέρο- Δήμος θέλει να πάει να κοιμηθεί.
    Η σύγχρονη θανατολογία στην Αμερική παρακάμπτει το διαζευκτικό εντελώς: άλλο ‘death’ κι άλλο ‘dying’. Επί του ‘dying’ έχει ακόμα λόγο ο μέλλων νεκρός, επί του death, οι εναπομείναντες.
    ‘Astiti-nastiti’, ‘υπάρχει–δεν-υπάρχει’, με δυο μόνο λέξεις αναρωτιέται ο πρίγκηπας για τον θάνατο στη Μαχαμπαράτα, αγνοώντας ως ανύπαρκτο το ‘ ή’.
    Θα λέγαμε ότι, η συναρμολόγηση σε σημείο  του ‘υπάρχει –δεν- υπάρχει’ ως προϋπόθεση λαλιάς και απόδοσης νοήματος στον θάνατο, ως λέξη, ως συμβάν, αντλεί την δυνατότητα της ύπαρξής του μέσα στη συμβολική τάξη, όχι από την πρωτοκαθεδρία ενός, σημαίνοντος- θ΄αναρωτηθώ εδώ, όπως στον ψυχωτικό λόγο: “ ποιο, πού είναι το σημαίνον;” αλλά, από την δυνατότητα της μπάρας που περιστρεφόμενη πέριξ του εαυτού της, καθίσταται αυτοδύναμο σημείο συγκερασμού και εξοστρακισμού των εναλλάξ τοποθετήσεων του σημαίνοντος ως σημαινόμενου και τ΄ αντίστροφο. Η μπάρα, ως έχουσα απορροφήσει και σχηματιστεί απ΄τις ουσίες των συντελεστών της, τους εξουσιοδοτεί στην τάξη του λόγου επιστρέφοντάς τους τα δάνεια στοιχεία τους. Μήπως είναι αυτή η μπάρα- που κάνοντας χρήση του όρου του Σελέρ θα ονόμαζα ‘τραγικό κόμβο’ – που δίνει την δυνατότητα ερμηνείας της ζωής και του θανάτου, την θέση του πρωτείου, της οπτικής αλλά και του ‘ζειν’ του κάθε ανθρώπου, μέσα στην τάξη του συμβολικού;
Μήπως είναι αυτή η μπάρα  που ‘ξοδεύεται’ μέσα στην  μεταφορά και την μετωνυμία, αλλά κυρίως  μέσα στο άναυδο της παροιμίας που εκφράζεται με το ‘σαν’, το ‘σαν να’, το ‘ως εάν’, ως υπονοούμενο και υπαινιγμός του ‘είναι – δεν – είναι’, ως προσωπείο εγκοσμιοποίησης της συγγένειας του ‘είναι’ με το ‘δεν’, ένα παιχνίδι με το ‘ή’ ως απόρροια των αρμών της μπάρας, ως τριγμοί επί του λόγου, του αδιαφόρητου ‘είναι- δεν –είναι;’
    “ Ο θάνατος, έλεγε ο Χάϊντεγγερ  είναι το ιερογλυφικό του ελεύθερου ανθρώπου”.
    O Λούθηρος, με μια καίρια φράση μας λέει ότι “είμαστε κλητοί από τον θάνατο”. H ζωή κλητή εκ του θανάτου. Η ζωή σε πτώση κλητική εκ της ονομαστικής της αξίας, δηλαδή εξ αρχής. Πάλι εδώ, ο Xάϊντεγγερ και ο ορισμός του: “η ζωή, ένα συστημένο γράμμα προς τον  θάνατο”. Κι αλλού: “Το είναι της ζωής είναι ταυτοχρόνως θάνατος. Οτιδήποτε εισέρχεται στη ζωή, αρχίζει ήδη να πεθαίνει και ο θάνατος είναι ταυτοχρόνως ζωή”. ‘H ζωή κλητή εκ του θανάτου’ επιφέρει ταυτόχρονα την κατάργηση της κλητικής του θανάτου,  με την κλήτευση της κλητικής της ζωής εκ του θανάτου, έστω σε πτώση κλητική. Το ‘ζω’, ως τετελεσμένος μέλλων. Ο θάνατος προσφέρει ως αντίδωρο του βιολογικού σώματος, το σώμα των λέξεων το οποίο θα ενοικίσει ο άνθρωπος ως ‘ομιλ-ον’. Το υποκείμενο κυριολεκτικά θα μιλιέται από την γλώσσα.
    Έτσι, στην Ινδική φιλοσοφία, ο θάνατος είναι η αρχή. Μα και στον Φαίδωνα τα πράγματα είναι αδιαφοροποίητα ως προς την αρχή. Χωρίς τον θάνατο, λοιπόν η κλήτευση του συμβολικού δεν θα ήταν δυνατή. Θα ανατρέπονταν όλα: ο χρόνος, η γλώσσα, η πράξη, η σκέψη. Χωρίς την κλήτευση του θανάτου, θα υπήρχε η ίδια η αδυναμία για θρήνο του θανάτου, αφού όπως λέει ο  Νοζισιέμ: “ο άνθρωπος έχει την γλώσσα για να μπορέσει να θρηνήσει τον θάνατο”. Να κάνει τον θάνατο αποδεκτό. Τον θάνατο που δίνει την δυνατότητα της γλώσσας, άρα της ζωής. Δηλαδή, ο θάνατος επιτρέπει τον θάνατό του ως βιολογικού γεγονότος, ως πράγματος. Ο θάνατος του πράγματος θα μας δώσει τις λέξεις.
    Εάν εκ του θανάτου η ζωή, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει το θέμα της ανάστασης. Εκ του θανάτου η ζωή, ως ζωή των λέξεων, είναι ανάσταση στις λέξεις, είναι ανάσταση λέξεων.
    “Tο πρώτο από τα σύμβολα της ανθρωπότητας” λέει ο Λακάν  “είναι το μνήμα που, πέρα από την εξαφάνιση του βιολογικού σώματος, διαιωνίζει τ΄όνομα”. “To μνήμα” έλεγε  “είναι η αληθινή ζωή, αυτός ο θάνατος, στο βαθμό που περιβάλλεται από το σύμβολο είναι η αληθινή ζωή, η μόνη που διαρκεί και διαιωνίζεται, από υποκείμενο σε υποκείμενο”. Aφού συμπληρώνουμε εμείς, η τελική καταβύθιση του σώματος στα ύδατα του συμβολικού, το καθιστά δια παντός αναπαλλοτρίωτο εκ του  θανάτου. Να, τι κάνει τον Εκο μέσα σε μια ρητορική υπερβολή να λέει ότι “τούτη η ζωή για να΄ναι υποφερτή, πρέπει ή να΄χεις κάνει ένα παιδί ή να΄χεις γράψει ένα βιβλίο”.
    Mνήμα, μνημείο, μνήμη, μνημόσυνο, νεκρόδειπνα, μοιρολόγια, ρέκβιεμ, τρισάγια, σώμα- σάμα- σήμα- σημείο- σημαίνον, artes moriendis, επιτύμβιοι δείκτες διαιωνίζουν τ΄όνομα του νεκρού. Είναι παρ-ουσία από και εκ του θανάτου, αλλά όχι προς- θάνατον, διαβάζουμε στις Ουπανισάντ.
    Καταλαβαίνουμε έτσι την απόγνωση της Αντιγόνης, αλλά και την αγωνία για την τύχη των χαμένων σωμάτων, την σημασία των κενοτάφιων για την αθανασία του νεκρού. Και αναφερόμενος στον Τζόουνς, ο Λακάν συνεχίζει: “ όλα τα σύμβολα παραπέμπουν στο ιδιωτικό σώμα, στη γέννηση, στις σχέσεις συγγένειας,  ζωής, θανάτου”. “ H λέξη” έλεγε ο Χέγκελ- και διεύρυνε ο Λακάν, με το σύμβολο – “ είναι ο φόνος του πράγματος”, η διαιώνιση επί του θανάτου. Έτσι, ο συμβολικός θάνατος  του Εμπεδοκλή που πέφτει στην  Αίτνα, διαρκεί αιώνια.
    Πεθαίνει, λοιπόν, το σώμα (χωρίς να ξέρουμε καλά – καλά τι σημαίνει αυτό…) για ν΄αναστηθεί, ίσον, συνεχίζει να ζει στην πραγματική, αιώνια ζωή της συμβολικής τάξης. Ο τάφος, στην κυριολεξία γίνεται μια τέλεια και αιώνια κατοικία. Καταλαβαίνουμε το μίσος και την ύβριν κάποιες φορές επί των νεκροταφείων: πρόκειται για την επιθετικότητα σε ζώντες δια του συμβολικού. Όπως επίσης και την επιθετικότητα σε αγάλματα, που διαιωνίζουν και καταδυναστεύουν με την ζωή τους την ζωή των ζώντων, αλλά και διαιωνίζονται με την ζωή των ζώντων και τ΄ αντίστροφο. Κατανοούμε επίσης, την θέσπιση νόμων στις ευνομούμενες πολιτείες όπου, η περιύβριση νεκρού τιμωρείται ως προσβολή του συμβολικού, δηλαδή της ζωής των τεθνεώτων. Οι  βρυκόλακες επιστρέφουν ως όντα σε ακηδεία, ως άθαφτα συμβολικά σώματα, επιζητώντας μέσω μιας τελετής το πέρασμα στο συμβολικό, όπου θα ησυχάσουν μέσα στη μνήμη των ζώντων.
    Η λατρεία των προγόνων στην Ιαπωνία δεν είναι παρά ο τρόπος διατήρησης και συγκατοίκησης μαζί τους, όπως επίσης οι μάσκες των νεκρών στα σπίτια του Σουλαβέσι της Ινδονησίας, η γιορτή των νεκρών στο Μεξικό, τα  ψυχοσάββατα στην Ελλάδα, οι επέτειοι των νεκρών σε Νεπάλ και Μπουτάν και τα οικογενειακά πορτραίτα των τεθνεώτων  στους χώρους υποδοχής, όπως επίσης, των ιδρυτών σημαντικών οργανισμών.
    Κι ο Ντελάντ συμπληρώνει: “ το σώμα άνοιξε δρόμο, άφησε ίχνη που επέζησαν του θανάτου. Οι ζώντες δεν ζουν παρά αφυπνίζοντας τα ίχνη των νεκρών σωμάτων”. Θα λέγαμε ότι ολόκληρος ο κόσμος, από τότε που υπάρχουν άνθρωποι ως όντα  τελετουργίας, σαν το Παρισινό  Πάνθεον, στηρίζεται, ζει, και εξελίσσεται επί της αθανασίας των νεκρών ως ζωντανό παρελθόν. Καταλαβαίνουμε γιατί οι ιδρυτές των θρησκειών παραμένουν πάντα εν ζωή, αλλά και οι πιστοί επιθυμούν τον θάνατο, ως προϋπόθεση αθανασίας.
    Μήπως αυτή είναι η ανάσταση; Είπαμε, ότι εκ του θανάτου η ζωή ως ζωή των λέξεων. Και ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να έχουμε ζωή χωρίς θάνατο. Η ζωή χρωστιέται στον θάνατο. Όπου θάνατος και ζωή. Η ανάσταση είναι η επάνοδος, ή μάλλον η πλήρης θέση του συμβολικού μέσω της διεργασίας του πένθους, μέσω της συνομιλίας με τον Άλλον, απ΄την νέα του θέση. Ανασταίνω τον Άλλο με την αποδοχή του δικού μου θανάτου- μέσω της δικής του απώλειας, όπου τον επαναβρίσκω μέσω του συμβολικού. Πρέπει να υπάρξει ένας θάνατος για να υπάρξει ζωή- ανάσταση. Είναι το μνήμα του Άλλου, που ως μνήμη δική μου μιλά για μένα, μέσω αυτού. Όπως, όταν αφήνω ένα έργο- μνήμα που μιλά για μένα. Το έργο και τα πράγματα είναι ακριβώς η μεταφορά της αρτιότητας της εικόνας του εαυτού που χάνεται, αφού θα μιλούν εξ ονόματός μου. Ας σκεφτούμε για μια στιγμή τα προβλήματα κληρονομιάς κλπ.
    Εδώ, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αν η αθανασία διέρχεται δια του ονόματος, το ίδιο ισχύει ή μάλλον αυτό κατ΄αρχήν ισχύει και στο ίδιο το γεγονός της ζωής του βιολογικού σώματος ως φορέα του υποκειμένου. Ένα σώμα εν ζωή είναι ήδη νεκρό, ένας άνθρωπος είναι ήδη νεκρός αν δεν υπάρχει ο Άλλος ως προς τον οποίον υπάρχει δια και εξ ονόματός του. Κάποιος που δεν ζητείται από κανένα, που δεν υπάρχει για κανένα είναι ήδη νεκρός- κυριολεκτικά, ‘ η ζωή εν τάφω’ – όχι μόνον συμβολικά.

    Όμως, πότε πεθαίνει κανείς;
    Εκείνη η αφωνία που είπαμε  ως αιτία θανάτου, πότε επέρχεται;
    “Αυτός που γνώρισε την ομορφιά, αυτός αξίζει να πεθάνει”, λέει ο Τ. Μαν στο “Θάνατος στη Βενετία”.
    Mα πότε γνωρίζουμε την ομορφιά και γιατί αξίζει να πεθάνουμε γι΄ αυτό;
    Θάνατος είναι ο θάνατος της επιθυμίας.
    Ο θάνατος της επιθυμίας επέρχεται, όταν επέρχεται η πραγματοποίηση της. Το τέλος, η τελείωση μιας επιθυμίας είναι ο θάνατος της, δηλαδή του φέροντος την επιθυμία υποκειμένου ή να το πούμε αλλιώς, την φέρουσα το υποκείμενο επιθυμία. Η τελείωση ενός αγάλματος είναι ο θάνατος της επιθυμίας του καλλιτέχνη. Η επιθυμία είναι προς θάνατον κι ο θάνατος είναι ο θάνατος της επιθυμίας.     
    Είναι ήδη νεκρό ότι είναι πλήρες; Ναι, διατείνεται ο γνωστός μας Ρούσντι.
    Μια έλλειψη διαπερατότητας με το έξω; Μια μορφή αυτισμού; Δηλαδή η πληρότητα επιφέρει την αφωνία ως έλλειψη επιθυμίας;
    Μήπως όλα αποσκοπούν σ΄ένα σταμάτημα του χρόνου όταν υπάρχει η ευτυχία; ο έρωτας; η εκπλήρωση μεγάλων επιθυμιών ή μικρών μεταφορών μεγάλων σχεδίων;
    Ο άφρων πλούσιος στην Κ.Δ. πεθαίνει όταν είναι πλήρης και η γνωστή φράση σ΄άλλο εδάφιο της ίδιας Διαθήκης “νυν απολύεις τον δούλο σου Δέσποτα” ακούγεται και πραγματοποιείται άμα τη εκπληρώσει της επιθυμίας. Οι άνθρωποι αρνούνται να πεθάνουν παραμονή του Μιλένιουμ – στατιστικές νοσοκομείων – για να περάσουν στην επόμενη χιλιετία και πεθαίνουν τις επόμενες μέρες. Ας θυμηθούμε την αναφορά του Σόλωνα στον Κλέοβη και τον Βίτωνα που πεθαίνουν το βράδυ της πιο απόλυτης πληρότητάς τους. Μα και του ίδιου  του συνομιλητή  του που ως πλήρης, χάνει τα πάντα, παρερμηνεύοντας τις σημασίες- της Πυθίας. Τις ίδιες  σημασίες που παρερμηνεύει  ως προς τον θάνατο, ο άλλος αυτάρκης βασιλιάς, όπως μας τον παραδίδει ο Καβάφης.
    Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν παντρέψουν τα παιδιά τους ή όταν έχουν εκδικηθεί. Ή όταν έχουν δει το Παρίσι ή αρνούνται να το δουν ακριβώς γι΄αυτό. Παραπέμπω, φυσικά στο ποίημα του Μακρή.
    Μήπως όλα αποσκοπούν σ΄ένα σταμάτημα του χρόνου για ν΄ αποκλειστεί ο θάνατος ή για να έλθει; Μήπως η ευτυχία δεν είναι το ζητούμενο καθ΄εαυτό αλλά το ζητούμενο αποκλεισμού του θανάτου; Αφού, την στιγμή της πραγματοποίησης της αναιρείται η πραγματικότητα που είναι η απαραίτητη συνθήκη για κάθε επιθυμία. Ως, η κατάργηση της πραγματικότητας να είναι το ζητούμενο, αφού αυτή ‘δίνει’ τον θάνατο.
    ( Η φωτογραφία είναι το σταμάτημα μιας κατάστασης εικόνας, το σταμάτημα ενός κειμένου που κάνει τον άνθρωπο να κατοικεί διαρκώς το παρόν και ν΄αποκλείει το μέλλον. Η έκθεση ‘Τελευταίο πορτραίτο’ στο Ορσέ (Απρ- 02) καθίσταται ένας τόπος αθανασίας αναστημένων νεκρών, οι οποίοι περιφέρονται ως οικογενειακά πορτραίτα μακρυνών συγγενών).
    Υπάρχει ένας σπαραγμός και μια απόγνωση  μέσα στις στιγμές της πληρότητας, της αφαίρεσης της πραγματικότητας, μέσα στις στιγμές του πλήρους έρωτα. Ένας ‘μικρός θάνατος’ λένε οι Γερμανοί, για τον οργασμό.
    Δηλαδή, πεθαίνει όποιος είναι πλήρης- αλλά και όποιος νομίζει ότι έχασε την δυνατότητα αυτή. Προκαλεί τον θάνατο καθημερινά μ΄ ένα στραβοπάτημα, μια απροσεξία στο φανάρι, μια ίωση.
    Θέλω στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσω τους ηθικολογικούς πίνακες της πρώΐμης Αναγέννησης όπου ο θάνατος επέρχεται ή έπεται ως τιμωρία ή επακόλουθο της νεότητας, της ευρωστίας, της ομορφιάς. Ωσάν δηλαδή όλοι οι άνθρωποι να χρωστιούνται στον θάνατο, αφού όλοι τόλμησαν κάποτε να είναι  νέοι και ωραίοι. Παραθέτω ενδεικτικά τον πίνακα του Μπάλντουγκ, ΄Οι ηλικίες και ο θάνατος’. Ο πίνακας όμως που φαίνεται να εκφράζει απόλυτα αυτή την απόλυτη σχέση ζωής και θανάτου, έτσι όπως την αναπτύξαμε πριν, είναι ο πίνακας του Χολμπάϊν, οι ‘Πρεσβευτές’ όπου ακριβώς, μέσα στην δόξα και την οπλισμένη πληρότητα έναντι παντός κακού, ο θάνατος είναι σε πρώτο πλάνο, μόνο που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.
    Θέλω στο σημείο αυτό να αναφέρω το χωρίο του μυστικού Ιρανού Αχμάντ Γκαζαλί όπως διαβάστηκε από τον Ε. Μουτσόπουλο, στο Συμπόσιο της Σπάρτης, το 1977: “Όταν ο έρως υπάρχει πράγματι, ο ερών καθίσταται τροφή του ερωμένου. Δεν είναι ο ερώμενος τροφή του ερώντος  αφού, ο ερώμενος δεν είναι δυνατόν να χωρέσει μέσα στον ερώντα. Η πεταλούδα που είναι ο έρως της φλόγας έχει ως τροφή, όσο βρίσκεται σ΄απόσταση, το φως της αυγής, πρόδρομο σημείο της πρωϊνής φωταγωγίας που την καλεί και την υποδέχεται. Αυτή όμως, πρέπει να πετά ώσπου να συναντήσει την φλόγα. Όταν την φτάσει, δεν απόκειται πια στο έντομο να προχωρήσει προς την φλόγα αλλά η φλόγα είναι εκείνη που εισχωρεί εντός του. Δεν είναι η φλόγα η τροφή του, αλλά εκείνο η τροφή της φλόγας. Για μια φευγαλέα στιγμή η πεταλούδα γίνεται ο ίδιος ο ερώμενος της αφού, είναι  φλόγα η ίδια. Κι αυτό, αποτελεί την τελειότητά της”.
    Ακριβώς όπως στον πίνακα του Χολμπάϊν  όπου, όταν το βλέμμα συλλαμβάνει τον θάνατο που όμως ήταν ήδη εκεί, τότε απλώς του δίνει τον λόγο. Ή ακόμη περισσότερο, στον ‘ύπουλο’ πίνακα του Ριβέρα όπου την πληρότητα του Κυριακάτικου απογεύματος στηρίζει η κεντρική μορφή του θανάτου. Αυτή η ‘ φευγαλέα στιγμή’ που αναφέρει ο Γκαζαλί, φαίνεται να είναι μια καίρια στιγμή ως προς την διαλεκτική της διαδικασίας της ή του αποτελέσματος της και όσον αφορά τον βιωματικό μυστικισμό και όσον αφορά την διαλεκτική λογική της Δύσης. Την ίδια φράση ακούμε ως προς το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, από τον Παύλο: “ζω εγώ φησίν, ουκ έτι, ζει δ΄εν εμοί Χριστός”, “ως αληθής εραστής”, σχολιάζει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στο Δ΄ κεφ. του ‘Περί Θείων Ονομάτων’.
    Μερικούς αιώνες νωρίτερα ο Ηράκλειτος και ο  Παρμενίδης σχολίαζαν την διαπήδηση των αντιθέτων. Θα σταθούμε σ΄αυτό προσεχώς. Και μερικούς αιώνες αργότερα, ακούμε το ίδιο σχόλιο στη λογοτεχνία και το θέατρο από τον Α. Φρανς στην ‘ Απεργία των αγγέλων’ και τον Ζενέ στο ‘Μπαλκόνι’. Στη φιλοσοφία από τον Χάϊντεγγερ στη σχέση ζωής - θανάτου,  στον Χέγκελ στον διαλεκτικό – ιστορικό υλισμό, στην γλωσσολογία του Γιάκομπσον, στον Λακάν όταν λέει: “ Δεν είναι ο άνθρωπος που κατέχει την επιθυμία. Είναι η επιθυμία που κατέχει τον άνθρωπο”. Εως δαιμονίου, θα έλεγα. (Ο Χάϊντεγγερ έχει προηγηθεί λέγοντας: “δεν είναι ο άνθρωπος που κατέχει το νοείν, αλλά το νοείν τον άνθρωπο” και νωρίτερα ακόμα ο Φρόυντ επιλέγει: “δεν είναι ο άνθρωπος που κατέχει την εικόνα αλλά το αντίθετο”).
    Αυτό το χρωστούμενο στο αντίθετο, που διατρέχει βιωματικά ή λογικά, διαχρονικά τον άνθρωπο, είναι αυτό ακριβώς που διεκδικεί τον τόπο του στην ανθρώπινη περιπέτεια και που δεν είναι άλλος από τον τόπο-θανάτου, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Δηλαδή, πεθαίνει κάποιος ως πλήρης ή επειδή έχασε δια παντός την δυνατότητα αυτή.
    Το τίμημα λοιπόν, είναι ο θάνατος. (Κάποιες φορές οι άνθρωποι θανατώνουν την σχέση τους για να μην πεθάνει- πεθάνουν. Σκοτώνουν τ΄ όνειρο για να μην πεθάνει. Παραμένουν στο φαντασιακό, από φόβο μήπως χαθεί η εικόνα του εαυτού που λάτρεψαν: “πώς θα είμαι χωρίς εμένα;”)
    Είπαμε στην αρχή της εισήγησης μας ότι, το ασυνείδητο δεν έχει εγγραφές θανάτου και ως εκ τούτου, τον αγνοεί. Είναι το ‘εγώ’ που γνωρίζει τον θάνατο και το ναρκισσιστικό του φορτίο.
    Είναι άραγε, ο θάνατος ζήτημα ναρκισσισμού;
    Για να μεγαλώσει ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει- ευνουχιστεί- πενθήσει, αφήσει τον ναρκισσισμό και την παντοδυναμία του. Να εισέλθει στη συμβολική τάξη των σημαινόντων, πενθώντας την απόλαυση του βιολογικού. Αν δεν το κάνει τότε, αυτός ο ίδιος ο ναρκισσισμός  θα τον σκοτώσει βιολογικά, όπως τον Νάρκισσο, όπως την Μέδουσα.
    Μα και τότε ακόμα, δηλαδή αφού έχει δεχθεί ν΄αφήσει τον παιδικό ναρκισσισμό του – με τι τίμημα(!) παρά με την υπόσχεση ενός ψεύδους, ότι θα τον επαναβρεί μέσα στις επιθυμίες που θα παράγει και θα τον παράγουν – και τότε ακόμα το τίμημα είναι ο θάνατός του, όταν ακριβώς πραγματοποιείται η υπόσχεση για ευτυχία.
    Είναι ύβρις το να είναι κανείς αθάνατος, δηλαδή πλήρης ναρκισσισμού. Άρα ο θάνατος είναι πλήγμα στο ναρκισσισμό. Ο ναρκισσισμός είναι θάνατος. Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα του 6ου αιώνα δεν είναι παρά μετωνυμίες του ναρκισσισμού. Ο Αδάμ ως αρχετυπική φιγούρα γνωρίζει τον θάνατο ως πλήρης  συν  το βήμα της ύβρεως. “ Τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια” έλεγε ο ηλικιωμένος Κογκολέζος, “να πιάνουν τις σφαίρες με τα χέρια τους. Βέβαια, όταν έπαψαν να είναι ξεχωριστοί, πέθαιναν σαν τους άλλους”.
    H αυτοκτονία είναι η ακραία ναρκισσιστική πράξη. Δεν επιτρέπεται τίποτα λιγότερο ‘ να είμαι’. Ο ναρκισσισμός δεν επιτρέπει απώλεια. Προτιμά την πλήρη, ως μη αίσθηση της απώλειας. Οι αυτόχειρες στην αρχαιότητα- και όχι μόνον – με προεξάρχοντα  τον Αίαντα πεθαίνουν από ντροπή και λόγους τιμής, δηλαδή ναρκισσισμού.
    Μα και οι ίδιες οι καταβάσεις στον κάτω κόσμο τιμωρούνται αυστηρά, αν δεν τηρηθούν οι κανόνες και οι εντολές, όπως συμβαίνει με τον Θησέα ή τον Ορφέα.
    Να, γιατί η “η αγάπη είναι ο μόνος δρόμος”. Γιατί το να δίνεις έχει μικρότερο ναρκισσιστικό κόστος. Γιατί ναι μεν η ναρκισσιστική επένδυση μπορεί να είναι τεράστια, βιώνεται όμως μέσω του Άλλου. Γι΄αυτό, ο άγγελος του Βέντερς δέχεται να χάσει την αθανασία για τον έρωτα. Κι ο Μορέλ του Καζάρες δέχεται να χάσει την ίδια την πραγματικότητα για τον έρωτα της εικονικής γυναίκας.
    Έτσι, ο θάνατος γίνεται ένα ηθικό γεγονός επί του οποίου, κατ΄αρχήν έχουν λόγο οι θρησκείες ως οι κατ΄εξοχήν ηθικοί κώδικες της ανθρωπότητας. Η πτώση του ναρκισσισμού που πρεσβεύουν, η ταπείνωση, ως η πρώτη αρετή του ανθρώπου, δεν είναι παρά η ανθρωπολογική διάσταση της συνοχής της ομάδας όπου, όλοι εντέλλονται ν΄αφήσουν τον ναρκισσισμό εκτός, για την επιβίωση της κοινότητας, εις τ΄ όνομα του πατρός που τους αγαπά όλους το ίδιο, δηλαδή τους ανταμείβει εκείνος ναρκισσιστικά και τους τιμωρεί εξ ίσου. Συναντάμε εδώ, την από άλλον  δρόμο διαλεκτική ‘επιθυμίας –πολιτισμού’ του Φρόυντ. Είναι τέτοια η θυσιαστήρια προσφορά του ναρκισσισμού, που οφείλεται η θυσία του πρωτότοκου υιού, εν ονόματι του Νόμου – Θεού- Πατέρα, από τον ίδιο τον Πατέρα. Η άκρα ταπείνωση, το ‘Ίδε ο Άνθρωπος’ είναι θυσία που διέρχεται μέσω του κακοποιημένου σώματος και της παράδοσης του στο θάνατο. Όπως σ΄όλες τις θρησκείες είναι το σώμα το φερέφωνο του ναρκισσισμού και γι΄αυτό οφείλει να πεθάνει, γι΄αυτό είναι θνητό. Η εξαφάνισή του είναι το προσδοκώμενο μέσω της άσκησης, της νηστείας κλπ. Και βέβαια, η αναμονή του ίδιου του θανάτου ως βέβαιη εξαφάνιση του σαρκίου, εκτός ορισμένων αγίων που το είχαν εξαφανίσει από πριν και γι΄αυτό το διατηρούν και μετά.
    Υπ΄αυτή την έννοια, ο ύπνος γίνεται ένα ισοδύναμο θανάτου, όπως το προαναφέραμε, αφού απαιτεί μια πλήρη σχεδόν ναρκισσιστική απόσυρση εκ της πραγματικότητας για να επιτευχθεί. Το αντίδωρο είναι η επάνοδος στην πραγματικότητα με την ναρκισσιστική επένδυση μέσω των επιθυμιών όπως επίσης η εικονική κατοπτρική  επένδυση του εαυτού στα όνειρα. Εκοιμήθη, λοιπόν, και όχι απέθανε. Ξυπνά, λοιπόν, ως ισοδύναμο του ανασταίνεται.
    Η κόλαση γίνεται έτσι η πλήρης εξαθλίωση της ναρκισσιστικής πανοπλίας, εάν ο μέλλων θανών δεν την έχει απαρνηθεί νωρίτερα. Στην Π. Διαθήκη, ο Θεός τιμωρεί όταν ο άνθρωπος τον ξεχνά, όταν δηλαδή  είναι πλήρης και τιμωρεί καταστροφικά τον ναρκισσισμό. Έτσι, όταν το 1882 ο Νίτσε φωνάζει για τον “θάνατο του θεού, που οι άνθρωποι επέφεραν με τα ίδια τους τα χέρια, αλλά το έχουν ξεχάσει” ουσιαστικά, μιλά για την ναρκισσιστική μοναχικότητα του ανθρώπου που εισέρχεται στον επόμενο αιώνα, περνώντας το κατώφλι των ‘Δεσποινίδων της Αβινιόν’.
    Έτσι η ηθική της ζωής, γίνεται μια νίκη επί του θανάτου, όπου θα εξακολουθήσουν να ζουν αυτοί, που θα μπορέσουν να περάσουν ‘απ΄την τρύπα της βελόνας΄. Όσοι δεν έχουν τίποτα. Μα, και ταυτόχρονα δεν τους παίρνει τίποτα ο θάνατος αφού, έχουν εγκαταλείψει τα πάντα, πλην του ναρκισσισμού ότι έχουν εγκαταλείψει τα πάντα, σαν τον Ιώβ. Πράγμα, που κάνει τον Παλαμά ν΄αντιδρά και να μοιρολογεί: “άφτιαχτο κι αστόλιστο – του χάρου δεν σε δίνω- στάσου με τ΄ανθόνερο – την όψη σου να πλύνω. – Μήπως και του χάροντα – καθώς θα σε κοιτάξει – του φανείς αχάϊδευτο – και σε παραπετάξει”.
    ‘Να μην πας αχόρευτος’ προτρέπουν στα πανηγύρια, στην Ικαρία: να χορέψεις, να μην παραδώσεις το σώμα, είναι αμαρτία στη ζωή, χωρίς την πλήρη του δόξα- τον έσχατο ναρκισσισμό του, μέσω της ναρκισσιστικής επένδυσης της κίνησης του σώματος που αγνοεί την βαρύτητα και την δέσμευση. Άρα τις δυνάμεις της πραγματικότητας, ίσον, τον θάνατο.
    “Δεν θ΄αφήσω τίποτα στο θάνατο”, φώναζε, ο μέγας μεταφυσικός της λογοτεχνίας μας, ο Καζαντζάκης.
    Αν διαβάσουμε την συλλογή νεκρολογιών, όπως εκτέθηκε στο δεύτερο συνέδριο συγγραφέων νεκρολογιών, στο Τζέφερσον του ανατολικού Τέξας, θα τις χωρίζαμε σε δυο κατηγορίες: σε κείνους που έφυγαν νωρίς και σε κείνους που έφυγαν ‘πλήρης’. Σε κείνους που πρόλαβαν και σε κείνους που δεν πρόλαβαν. Σίγουρα, πάντως με μια δοξολογούμενη ναρκισσιστική πανοπλία, ωσάν η πανοπλία αυτή να είναι νίκη της ζωής. Αλλά ταυτόχρονα να γίνεται το διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, ακόμα και στην περίπτωση που δεν πρόλαβε κάποιος να ζήσει, θεωρώντας το ως νίκη επί του θανάτου, αφού ο θάνατος δεν του παίρνει τίποτα. Τα καλολογικά  στοιχεία της προσωπικότητας και του έργου, γίνονται διαπιστευτήρια θανάτου μιας ναρκισσιστικής πληρότητας που δεν πάει άλλο και οι λέξεις συγκροτούν ένα λεξικό πολυσημίας του θανάτου, αποκωδικοποιώντας  τα σημάδια του, αφού ο ένοικος του νεκρού σώματος, είναι ο ίδιος ο θάνατος.
    Ίχνη ερωτισμού στον θάνατο ως συνάδοντα ναρκισσιστικά στοιχεία, διαφαίνονται ήδη τον 16ο αιώνα και στην μπαρόκ λογοτεχνία. Ο θάνατος του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας σ΄ ένα τάφο, μας προσφέρει πολλαπλές αναγνώσεις: ο θάνατος, ως υπέρτατη ναρκισσιστική πράξη αυτοκτονίας- τίποτα λιγότερο. Ο θάνατος ως υπέρτατη πραγματοποίηση επιθυμίας η οποία παραμένει εσαεί. Ο θάνατος ως προσβολή στον ναρκισσισμό  επειδή πραγματοποιήθηκε η επιθυμία. Ο θάνατος ως απόγνωση στην μη πραγματοποιημένη επιθυμία.
    Συνεχίζεται με τον Σάντ που εδραιώνει το δίπολο ‘ έρωτας – θάνατος’ όπως αυτό φτάνει στις μέρες μας με όλη την σημειολογία του μαύρου και την υπόσχεση του παράδεισου της ετερότητας, μέσω της υπόσχεσης του απόλυτου.
    Τον 19ο αιώνα όμως, μεσούντος του Ρομαντισμού, ο θάνατος συνδιαλέγεται πλήρως με τον έρωτα, αναπόσπαστα εκφρασμένος στο λόγο του ανθρώπου. Ας θυμηθούμε Δουμά, Ιταλική όπερα,  την Κάρμεν των Μεριμέ   και Μπιζέ  που τραγουδά: “ τι πιο μεγάλη ευτυχία απ’ το να πεθαίνεις απ΄ το χέρι κείνου που αγαπάς!..”, τον δικό μας Α. Παράσχο, όταν στροβιλισμένος από την έγκαυλη ρομαντική του διάθεση, επιλέγει μεν τους ναρκίσσους- για σκεφτείτε – ως άνθη, ξεχνά όμως ότι δεν φυτρώνουν τον Μάϊο: “Δρέψατε πάλι ερασταί- ευδαίμονας ναρκίσσους – εκ του Μαΐου τους φαιδρούς κι ευώδεις παραδείσους. – Και την παρθένον στέψατε – ήτις ως άνθος κλίνει – εγώ, δεν κόπτω, δι΄εμέ – απέθανεν εκείνη”.
    Είναι αυτό που κάνει τον Σαρτρ  να κατουρά στον τάφο του Σατωμπριάν: ύψιστη απόδοση τιμής και απαξίωσης του θνητού υπαρξιακού σώματος, στο γελοιωδώς αθάνατο σώμα του ρομαντισμού. Ίσως, τότε ο θάνατος γίνεται ταμπού αφού συνδέεται με το σεξ. Θα΄πρεπε, λοιπόν, να προσθέσουμε και τον θάνατο στα δύο θέματα, το σεξ και το χρήμα, για τα οποία ο Φρόυντ έλεγε, ότι δύσκολα μιλούν οι αστοί. Και βέβαια, να υπενθυμίσουμε εδώ, την ‘δεύτερη τοπική’  του, όπου η εισαγωγή της ‘ενόρμησης του θανάτου’ και η σχέση της με τον έρωτα και την ζωή γίνεται ο πιστότερος σύντροφος στην εξέλιξη της ψυχαναλυτικής σκέψης και όχι μόνον.

    Είπαμε ότι ο θάνατος οφείλεται σε αφωνία. Κι ότι η αφωνία επέρχεται  ως το ισοδύνατο μιας ναρκισσιστικής  στιγμής – όπου  δεν έχω λόγια, πια.
    Πότε όμως, επέρχεται αυτή η στιγμή;
    Και όπως ήδη αναρωτηθήκαμε, πότε επιφέρει και πότε αποκλείει τον θάνατο; Πότε η πραγματοποίηση μιας επιθυμίας επιφέρει συνακόλουθα τον θάνατο και πότε τον αποκλείει;
    Μ΄ άλλα λόγια, πότε πεθαίνουμε;
    Υπάρχει μια φράση, ενός φιλόσοφου που αγαπώ ιδιαίτερα, του Σπινόζα, στην ‘Ηθική’, μέρος IV. Θεώρημα 67 (ΞΖ), η οποία, εκ πρώτης όψεως φαίνεται αυτονόητη και απλοϊκή: “ o ελεύθερος άνθρωπος για κανένα άλλο πράγμα δεν σκέφτεται λιγότερο, όσο για τον θάνατο, η δε σοφία του είναι μελέτη όχι του θανάτου, αλλά της  ζωής”. “Σκοπός της ηθικής” συνεχίζει  “ είναι η αυτοσυντήρηση (conservatio sui)”.
    Eίναι όμως έτσι, ή μάλλον μόνον έτσι;
    Οι άνθρωποι ξέρουν στο βάθος τους αυτό που θέλουν. Ξέρουν το ποιοι θέλουν να είναι. Υπάρχει ένα υπαρξιακό σχέδιο. Κι ο θάνατος, δεν είναι παρά το σχέδιο των σχεδίων της ύπαρξης. Αλλά ‘αρνούνται’ να το γνωρίζουν. “O πομπός” λέει ο Λακάν “δέχεται από τον δέκτη το ίδιο του το μήνυμα υπό αντεστραμμένη μορφή. Ο λόγος εμπεριέχει πάντοτε την απάντησή του”. Και δανειζόμενος τον Πασκάλ  επιγράφει: “δεν θα μ΄ έψαχνες αν δεν με είχες βρει”.
    Aν το λέγαμε αυτό σε σύγχρονα ελληνικά θα λέγαμε ότι, η κάθε ερώτηση είναι στημένη, αφού η απάντηση έχει προηγηθεί και φανερώνεται υπό μορφή ερώτησης, υπό μορφή σημαίνοντος, το οποίο, δήθεν ζητά να πάψει να υπάρχει, εξαφανισμένο μέσα στην απάντηση.
    Έτσι, η ζωή γίνεται ένας τρόπος να κάνει κανείς ότι δεν καταλαβαίνει. Είναι ένας τρόπος να μην ζούμε, αν σ΄αυτό το ‘είναι- προς- θάνατο’, σ΄αυτό το ‘cursus ad mortem’ του Αυγουστίνου “ η πραγματική ελευθερία είναι η ελευθερία να πεθάνω” όπως λέει ο Χάϊντεγγερ.
    Ο θάνατος βρίσκεται μέσα στις αποφάσεις μας, μέσα στις αναδυόμενες επιθυμίες, αφού είμαστε σ΄ αυτό που πενθήσαμε ως απόφαση. Υπάρχει πένθος στην επιλογή των λέξεων, πένθος επί του παραδειγματικού και συντακτικού άξονα, πένθος στην Γιακομπσκική αντιπαλότητα, πένθος στην κάθε επιθυμία, αφού εμπερικλείει τον θάνατο μιας άλλης. Ο πόλεμος των αντιθέσεων, και θα λέγαμε εδώ, των κατ΄επίφαση αντιθέσεων, αφού ουσιαστικά η επικρατούσα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει, παρά επειδή υπήρξε μια άλλη που την ανέδειξε, αυτός ο πόλεμος των αντιθέτων που είδαμε να διατρέχει με την ανθρωπότητα τον χρόνο, βιωματικά στην  Ανατολή, ‘λογικά’ στη Δύση, δεν είναι τίποτε άλλο μέσα στην εξέλιξη του ανθρώπου, παρά ένα αργόσυρτο πένθος.
    Μήπως ο θάνατος μιας επιθυμίας για την ανάδειξη μιας άλλης, αποσκοπεί ν΄ ακολουθείται σιωπηλά, το υπαρξιακό σχέδιο ως προς τον θάνατο;
    Ο άνθρωπος μετρά τον χρόνο. Το ‘πότε’ και το ‘πόσο’ αλλοτριώνουν την ίδια την διάσταση του χρόνου καθιστώντας την μορφή ύλης οικειοποιήσιμη. Μετρά, από το πρωΐ που θα ξυπνήσει και πριν ακόμα γεννηθεί, αφού μετρούν, τον μετρούν άλλοι γι΄αυτόν. Αλλά, όλο το μέτρημα ανάγεται σε μια τελική στιγμή. Άλλως, δεν έχει νόημα. Μετρά ο άνθρωπος την ζωή του για να την δώσει στον θάνατο. Γιατί ο μόνος τρόπος να διασχίσει τον χρόνο, δηλαδή την ακινησία και ν΄αποφύγει τον θάνατο ως συνώνυμο της ακινησίας είναι να παράγει επιθυμίες ζωής. Αλλά η πραγματοποίηση όποιου στόχου είναι ένα βήμα πιο κοντά σ΄αυτό που θέλει ν΄αποφύγει: τον θάνατο. Ο μετρών είναι ήδη μετρημένος. Εδώ ακριβώς είναι που ανάγεται ταυτόχρονα ο λόγος σ΄ ένα αρκτικό και τελικό σημείο: τον αλγόριθμο του θέλω/φοβάμαι εις χρόνο τετελεσμένο μέλλοντα. Είναι οι λέξεις που ο άνθρωπος μπόρεσε να μιλήσει ή να τον μιλήσουν αυτές, απ΄το πρωΐ που θα ξυπνήσει, απ΄την μέρα που θα γεννηθεί,  ως και μέσα στον ύπνο του, αφού τ΄ όνειρά του δεν είναι παρά ζωγραφισμένες λέξεις. Το όποιο λεξικό δεν είναι παρά, προσδιορισμοί επιρρηματικοί και προθετικοί, άρα τοπικοί και χρονικοί των δυο λέξεων.
    Ο Ο. Μεσιάν στο περίφημο έργο του ‘ Κουαρτέτο για το τέλος του χρόνου’ του οποίου ο σκοπός είναι η υπέρβαση της φράσης του Ιωάννη: “δεν θα υπάρχει πια καιρός” επιχειρεί την έρευνα, όπως ο ίδιος λέει στον πρόλογο του “μιας γλώσσας ουσιαστικά άϋλης, πνευματικής, καθολικής”.
    Εξωπραγματικής, στο μέτρο που δεν έχει μέτρημα και άρα η φράση του Ιωάννη εκπίπτει ως τέτοια, ως άνευ αναφορών.
    Μετρά, βέβαια, βάσει των επιθυμιών του αγνοώντας ότι είναι φυλακισμένος στο στρατόπεδο της επιθυμίας, αγνοώντας ότι δεν μπορεί παρά να παράγει επιθυμίες, αγνοώντας ότι δεν μπορεί να δραπετεύσει από την επιθυμία. Ή μάλλον γνωρίζοντας ότι το τίμημα είναι η τρέλα κι ο θάνατος. Ο θάνατος ακόμα κι αν παράγει επιθυμίες. Κυρίως τότε. Κυρίως με την πραγματοποίηση των μεγάλων σχεδίων.
    Ο άνθρωπος γιατί αναβάλλει την επιθυμία του; Ή γιατί αναβάλλει θέματα υγείας;
    Η μεγάλη επιθυμία μπορεί να παραμένει αέναα απραγματοποίητη τροφοδοτώντας ωστόσο με μικρές επιθυμίες την ζωή. Έτσι, ο θάνατος αποφεύγεται και ταυτόχρονα ‘κάποιος’ ζει με τις μικρές του επιθυμίες.
    Η μεγάλη επιθυμία είναι εκείνη που μάχεται ως σταθερή εφεδρεία με το άρρητο (‘πραγματικόν’) και τον θάνατο αφού, εξ αυτών μεν προέρχεται αλλά ταυτόχρονα είναι η οριοθέτησή τους, η μη εισβολή τους στο συμβολικό. Δηλαδή, η επινόηση μιας επιθυμίας μη πραγματοποιημένης ποτέ, είναι ανάχωμα στο άρρητο- από το οποίο ωστόσο έχει προέλθει, άμυνα στο θάνατο και ταυτόχρονα παροχή μικρών επιθυμιών που δίνουν δυνατότητα ζειν. «Δεν θέλω να πεθάνω, δεν θέλω να γιατρευτώ, θέλω απλά να ζω μεσ΄την καταστροφή μου» γράφει ο Χριστιανόπουλος
    Κατά τον ίδιο τρόπο, το παραλήρημα ως ένας συγκερασμός συμβολικού και ισχυρών διαπηδήσεων εκ του άρρητου είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια δραπέτευσης από το άρρητο- απ΄όπου και προέρχεται, που κάνει τον άνθρωπο και ζει, του προσφέρει μια ψευδοσυμβολική κατασκήνωση.
    Ο άνθρωπος αναβάλλει, λοιπόν, την επιθυμία του για να ζει. Αναβάλλει γιατί πραγματοποίηση σημαίνει τέλος. Αναβάλλει γιατί δεν έχει καιρό. Αλλά επίσης μέσα στην αναβολή, διατηρεί την επιθυμία άκαυτη και πάντοτε διαθέσιμη για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας και ταυτόχρονα ως πραγματοποιημένη εντός του: φτιάχνει ένα καθρέφτη όπου βλέπεται μέσα στην επιθυμία του ως κατοπτρικός ‘άλλος’. Ένας ‘εικονικός άλλος’ με την επιθυμία ανέπαφη, όπως στα όνειρα.
    Έτσι συχνά η ζωή, το γεγονός της  ζωής, γίνεται ένα γεγονός ακατάληπτο. Γίνεται ένας τρόπος να μην καταλαβαίνουμε. Συχνά η ζωή γίνεται ένας τρόπος να μην ζούμε, γιατί έτσι ακριβώς δεν πεθαίνουμε. Και θ΄ αποτολμήσω να πω ότι, μήπως η είσοδος των ανθρώπων μέσα στ΄ασήμαντα αποσκοπεί σ΄αυτό ακριβώς: να χάσουν τον δρόμο, αφού ο δρόμος οδηγεί προς το τέλος. Μήπως ο άνθρωπος δικαίως δεν βρίσκει την επιθυμία του, γιατί αν την βρει θα πεθάνει; Ίσως γι΄αυτό κάποιοι άνθρωποι όταν περάσουν τα  χρόνια βιάζονται να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, επειδή τότε δεν έχουν τίποτα να χάσουν; Μήπως ταλαιπωρούνται για να μην πεθάνουν; Ακούστε την από – στροφή του Σ. Ντόμαλη: “μην τους ξεσκεπάζετε τους ανθρώπους – αυτός ο άνεμος της αλήθειας φυσάει δηλητήριο – μην τους ξεσκεπάζετε τους ανθρώπους- αφήστε τους να κοιμούνται σκεπασμένοι με τα κουρέλια των επιθυμιών τους”. Kαι θα λέγαμε, ακριβώς στο σημείο αυτό, ότι οι άνθρωποι καταφεύγουν στην κοινοτοπία και για να αισθάνονται ότι έχουν πρόσβαση στο συμβολικό και για ν΄απωλέσουν την δυνατότητα εύρεσης της δικής τους επιθυμίας και για να αποκρούουν την ερημία της ακινησίας, του ‘πραγματικού’, θα΄ λεγε  ο Λακάν. Αγνοούν την επιθυμία που τους φέρει και τους κατέχει βάζοντας τους να ζουν την μεταφορά εν αγνοία τους, όπως στο ‘Κλεμμένο γράμμα’ του Πόε, όπως στο ‘Κιβώτιο’ του Αλεξάνδρου.
    Μπορεί η ζωή να μην έχει ιδιαίτερο νόημα αν δεν υπάρχει ο (Α)λλος ως προς τον οποίο έχει(ς) νόημα. Έχει νόημα να σε περιμένουν, να σε θέλουν, να σ΄αγαπούν, να σ΄εκτιμούν, να σ΄αναγνωρίζουν. Όμως, επίσης μπορεί να έχει νόημα ως προς τον (α)λλο δηλαδή την φαντασιακή- κατοπτρική σχέση με την εικόνα του εαυτού, αφού αυτή η σχέση υπόσχεται έναν ήπιο θάνατο εκτός ζωής, νομίζοντας κάποιος ότι ζει. Μπορούν ωστόσο να πεθαίνουν κοντά στα γενέθλια τους, σαν ύστατη ναρκισσιστική προσδοκία αναγέννησης ή υπόσχεσης αλλαγής πορείας πια, αλλά κυρίως ως μια είσοδο στην τάξη του συμβολικού, αφού πια δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν. Όπως εξ άλλου το αποδέχονται ορισμένοι σχιζοφρενείς, λίγο  πριν πεθάνουν; Αλήθεια, πότε υπάρχει αυτόματη- αυθόρμητη βελτίωση στους ψυχωτικούς και όχι μόνον; Πώς σχετίζεται αυτό με τον φόβο στην τάξη του συμβολικού;
    Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι οι νευρώσεις είναι ασπίδες θανάτου, αφού αποκλείουν την ανάθεση της επιθυμίας. Ή μάλλον δονούνται από επιθυμία να μην ξέρουν. Είναι, ωστόσο, η ύψιστη ναρκισσιστική στιγμή κι άρα, παράλληλα με την αποφυγή του θανάτου επέρχεται η διαρκής βίωσή του, όπως συμβαίνει στον ψυχαναγκαστικό, που πεθαίνει στην επανάληψη του διλήμματος (‘να ξέρω- να μην ξέρω, να το βρω- να μην το βρω, να το υποστώ – να μην το υποστώ’) ή στον υστερικό που πεθαίνει μέσα στην προσποίηση, ως θάνατος επί σκηνής (ότι το έχει υποστεί). Υπάρχει σίγουρα μια κατάθλιψη που ακολουθεί ή ίσως και προηγείται του αποκλεισμού της επιθυμίας, ένα χρόνιο πένθος, όπως αυτό του σύγχρονου ανθρώπου που βυθίζεται στο υλικό αντίκρυσμα του εαυτού του, πενθώντας την ψυχή του. Αλλά μήπως δεν υπάρχει και στην αποδοχή της, στην ανάληψη της ευθύνης ‘εξ ονόματος’ αφού, η είσοδος στην τάξη του συμβολικού απαιτεί τον ευνουχισμό μιας πρηγούμενης απόλαυσης, άρα ένα πένθος. Από το οποίο άραγε, απαλλάσσεται ποτέ ο άνθρωπος πλήρως; Μήπως όλοι είναι λίγο καταθλιπτικοί;
    Κι αν η  ζωή τελικά είναι μια διαρκής εκπαίδευση στους αποχαιρετισμούς, στο πένθος, αφού ο μόνος θάνατος  που γνωρίζουμε είναι ο θάνατος του Άλλου, ο ίδιος μας ο  θάνατος είναι ο θάνατος του Άλλου, - “κάθε ανθρώπινη σχέση” λέει ο Γρηγόριος Νύσσης, “από την αρχή της δημιουργεί προϋποθέσεις ενός προπαρασκευαστικού πένθους”- γιατί να πενθεί αν μπορεί να τ΄ αποφύγει αποφεύγοντας το αρχικό πένθος, εκείνο της εισόδου στην πραγματικότητα, που είναι ταυτόχρονα πένθος αποδοχής του θανάτου του; Πένθος αρχικό, που ανοίγει τον δρόμο για τα επόμενα και ταυτόχρονα πένθος προπαρασκευαστικό  του τελικού του σημείου, που θα τον κάνει ξέφρενα να μετρά τον χρόνο, να ετοιμάζει με σοβαρότητα κουστούμι για την τελευταία του κατοικία; Και, μήπως όλες του οι κινήσεις πια, είναι μεταφορές και μετωνυμίες, άρα δήθεν αγνοήσεις της κατάστασης που τις υπαγορεύει..
    Άρα, μια ψυχανάλυση είναι στόχος θανάτου;
    Αφού ο ευνουχισμός και το σύμβολο αναπόσπαστα και αναπόδραστα, οδηγούν σ΄ένα τέλος. Με τι τίμημα αλήθεια ο άνθρωπος ζει, έχοντας υποσχεθεί τον εαυτό του στο θάνατό του; Το τίμημα της ζωής, η πρόσβαση στην επιθυμία είναι ο ίδιος ο θάνατος, που μας εξαγοράζει για να ζήσουμε. Το συμβολικό που του δοθήκαμε μας ‘παρηγορεί’ λέγοντας μας, ότι ποτέ δεν θα γνωρίσουμε τον βιολογικό μας θάνατο.
    Παρ΄όλα αυτά “υπάρχει”, λέει ο Λακάν στη σελίδα 206 της ελληνικής έκδοσης των ‘Ψυχώσεων’ “κάτι αναφομοίωτο για το σημαίνον. Τα ερωτήματα της ύπαρξης. Το σημαίνον αδυνατεί να δώσει απάντηση γιατί τα τοποθετεί πέραν του θανάτου. Το σημαίνον το θεωρεί ήδη νεκρό, η ουσία του σημαίνοντος είναι ν΄ αποθανατίζει το υποκείμενο”.
    Στο τέλος μιας ανάλυσης μένει κάτι άλεκτο, κάτι που δεν υπεισέρχεται στην τάξη του λόγου. “Είναι η τρέλα που ορίζει την ελευθερία του ανθρώπου” λέει πάλι ο Λακάν.
    Αυτό το άλεκτο είναι που μας ταλαιπωρεί, μας κάνει να κάνουμε σχέδια, να μην πεθαίνουμε, αφού πασχίζουμε να το εντάξουμε στο συμβολικό ως μόνιμη απειλή του ίδιου του συμβολικού. Στην κυριολεξία, να δώσουμε νόημα και διέξοδο στην τρέλα της ύπαρξης. Αλλά ματαίως. Η επιθυμία για ζωή δεν προκύπτει ως νόημα, από τις απεγνωσμένες επιθυμίες, εντός των οποίων φλέγεται και καίγεται ολόκληρος ο άνθρωπος. Επιθυμίες που προκύπτουν από τον φόνο του πράγματος ως αέναη αναζήτηση και νοσταλγία του πράγματος, υποχρεωτικά πια εντός του συμβολικού. Αλλά επίσης, από εκείνο τον αγιάτρευτο εκ του θανάτου τόπο μας, που μας τροφοδοτεί διαρκώς με απόπειρες υγείας, δηλαδή, επιθυμίες και προσβάσεις στο συμβολικό.
    Η τρέλα ως αντίδωρο θανάτου, ματαιώνει τον θάνατο οδηγώντας μας ωστόσο προς εκεί, μέσω της διαδοχής των επιθυμιών, ακολουθώντας εξ αρχής, ένα υπαρξιακό σχέδιο, μέσα σ΄ένα αέναο ψυχωτικό ‘flying to the health’. “ Οι άνθρωποι είναι τόσο απαραίτητο να είναι τρελοί”, έλεγε ο Πασκάλ “που θα ήταν άλλου είδους τρέλα το να μην είναι τρελοί”.
    ‘Το – είναι – προς – τρέλα’, ταυτόχρονα ακύρωση και ‘είναι- προς- θάνατο’ εισάγει το διαζευκτικό ‘ή’  για ν΄ ακούγεται ταυτόχρονα το ‘και’ και το ‘ ούτε’.


    Κάποιες στιγμές ενώ έγραφα αυτό το κείμενο, είχα κάποια δυσκολία στην ολοκλήρωση μιας φράσης ή να βάλω τελεία. Σαν να κανόνιζα μέσα μου  λογαριασμούς κι εκκρεμότητες, ερμηνείες apres-coup, σαν να έβαζα κάποια πράγματα στη θέση τους. Μ΄ άλλα λόγια, σαν να έγραφα εγώ ο ίδιος τον επικήδειο λόγο μου ή να έκανα την κηδεία του θανάτου μου. Δηλαδή, μια τελετή πένθους, όπου η ακηδεία των ερωτηματικών παραχωρεί την θέση της σε μια τελεία, απ΄όπου οι όποιες σκέψεις για τον θάνατο είναι πια σε μια ήπια διάσταση, αφού η τρικυμία έχει κοπάσει από πριν.
    Κι ενώ τελείωνα αυτό το κείμενο, έφερα στο νου μου τον Ρ. Στράους και το τέταρτο, από τα ‘τέσσερα τελευταία τραγούδια’ το ‘Im Abendrot’, “Μέσα στο πορφυρό του δειλινού”, όπου ο ποιητής Αϊχενντορφ αναδεικνύει το W, το τελευταίο των φωνημάτων στη σειρά της αλφαβήτου μέσω της επανάληψης του ως κεφαλαίο γράμμα, ως σημειώσιμο δηλαδή, ως οδηγό, δείκτη και σήμανση εκ της θέσης του στο τέλος. Μα ταυτόχρονα, το αναιρεί από αυτή του την σημασία, αφού το τοποθετεί στον προτελευταίο στίχο του ποιήματος έτσι, που να υπάρχει χρόνος, ως  την τελική λέξη του τελικού στίχου, που είναι ‘Tod’-‘θάνατος’. ‘Χρόνος, πια, κερδισμένος’ αφού οι λογαριασμοί έχουν κλείσει με την οδύνη, αλλά και την τακτοποίηση του τελευταίου φωνήματος, που έχει χάσει πια την σημασία του ως τέτοιο.
    Ακούστε το…

    “Wie sind wir wandermude –
    ist dies etwa der Tod?
 
ΠΙΝΑΚΕΣ (με τη σειρά αναφοράς στο κείμενο)

  1.  Ο θάνατος ως ένδεια λέξεων. Φωτ. Γ. Κακανάκης, 1997, συλλ. Φ. Καγγελάρη
    2.    Νεκρική Μάσκα- γιορτή νεκρών, Μεξικό, συλλ. Φ. Καγγελάρη
    3.    Μάσκα Θανάτου, Μπουτάν, συλλ. Φ. Καγγελάρη
    4.    Νεκρικό προσωπείο, Σουλαβέσι- Ινδονησία, συλλ. Φ. Καγγελάρη
    5.    Μάσκα Θανάτου, Νεπάλ, συλλ. Φ. Καγγελάρη
    6.    Μαρσέλ Προυστ- νεκρικό πορτραίτο, Φωτ. Μαν Ρεϊ, 1922, έκθεση Orsay, Παρίσι, Απρ. 2002.
    7.    “Οι ηλικίες και ο θάνατος”, X. Mπάλντουντ, 14.., Πράδο, Μαδρίτη
    8.    “Oι πρεσβευτές”, X. Xoλμπάϊν, 1533, Νάσιοναλ Γκάλερι, Λονδίνο
    9.    “Οι πρεσβευτές” – λεπτομέρεια -, 1533, Χ. Χολμπάϊν , Νάσιοναλ Γκάλερι Λονδίνο
    10.    Λογότυπο, Λέσχη Νεκρολογιών, Τζέφερσον – Τέξας, Η.Π.Α.
    11.    “Η αξιαγάπητη Ροζίν”, A. Bίερτζ, 1843,  Βασ. Μουσ. Καλ. Τεχν. Βέλγιο
    12.    “Όνειρο κυριακάτικου απογεύματος στο πάρκο Αλαμέδα” Ν. Ριβέρα, 1947-48,  Πόλη Μεξικού
    13.    “Όνειρο κυριακάτικου απογεύματος στο πάρκο Αλαμέδα” – λεπτομέρεια -,  N. Ριβέρα, 1947-48 Πόλη Μεξικού

 

blank page | έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία