Φώτης Καγγελάρης

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΩΣ ΑΙΝΙΓΜΑ

    

Όσο περισσότερο ταξιδεύω τόσο λιγότερο καταλαβαίνω το γιατί, τόσο λιγότερο μπορώ να μιλώ για το ταξίδι. Όταν ήμουν πιο νέος νόμιζα πως ήξερα: να γνωρίσω νέους τόπους, ανθρώπους, να έχω μια σφαιρική θεώρηση του κόσμου κλπ. Τότε ακόμη μου ήταν πιο εύκολο να μιλώ για ένα ταξίδι και στην κλασσική ερώτηση των αταξίδευτων: «πώς ήταν; πώς πέρασες;» δεν απέφευγα να γίνομαι βαρετός με τις ταξιδιωτικές μου αφηγήσεις, όπως θα’ λεγε ο Μ. Ντεμπυρό.
    Θα προσπαθήσω όμως ν΄ απαντήσω στο αίνιγμα « τι είναι το ταξίδι» κι έτσι να εξηγήσω κι αυτά που είπα μόλις τώρα για το ακατανόητο και άλεκτο του ταξιδιού.
    Χρησιμοποίησα κατ΄ αρχήν σαν «guide» σ΄ αυτό το ταξίδι της σκέψης, την σχέση ταξιδιού- φωτογραφίας.
    Το προστακτικό σύνθημα της δεκαετίας του ’80, “Be a traveller not a tourist”, όταν ο μαζικός τουρισμός έγινε παγκόσμιο φαινόμενο, αποδίδει σαφώς τα όρια ταξιδιώτη- τουρίστα και κατά συνέπεια το είδος της φωτογραφίας που θα τραβήξει καθένας στη διάρκεια του ταξιδιού του. Ας αφήσουμε τον τουρίστα να τραβά τις δικές του εξωτικές  φωτογραφίες κι ας ασχοληθούμε με τον ταξιδιώτη.
    Ξεκινώ έχοντας στις αποσκευές μου μερικά ερωτηματικά: Τι είναι ένα ταξίδι; Γιατί ταξιδεύει κάποιος; Μη βιαστούμε να πούμε για να γνωρίσει καινούργια μέρη και ανθρώπους. Σίγουρα και γι΄ αυτό, το πρόσχημα, αλλά όχι μόνο. Γιατί αν ήταν μόνο έτσι θα αποκλείαμε την συμβολική, φαντασιακή, υπαρξιακή διάσταση του ταξιδιού.
    Μερικές πρώτες σκέψεις, ατάκτως ερριμένες τούτη τη στιγμή πάνω στο χαρτί που όμως με βασανίζουν καιρό:
    Ταξιδεύουμε για την ευχαρίστηση της φυγής.
    Ταξιδεύουμε για την ευχαρίστηση της επιστροφής
    Ταξιδεύουμε για να θεραπευτούμε
    Ταξιδεύουμε σαν πρόβα τζενεράλε για το μεγάλο one way ticket ταξίδι
    Ταξιδεύουμε για την επικοινωνία κι επαφή με τον άλλο της ετερότητας.
    Ταξιδεύουμε για να γνωρίσουμε – αναμετρήσουμε τον εαυτό μας, την ταυτότητά μας εν σχέσει με την ταυτότητα – ετερότητα του άλλου.
    Ταξιδεύουμε για την αφύπνιση μέσα μας του ωραίου, του καταστροφικού, του βίαιου, του αιώνιου και του ταπεινού, που θα αφυπνιστούν στην επαφή μας με το έξω.
    Ταξιδεύουμε για να χτυπηθούμε με τον εαυτό μας, με τις αντοχές μας και τον δρόμο, για να βρεθούμε στην καρδιά του σκότους, του Κονραντικού σκότους του εαυτού μας: «Τι γυρεύω εδώ; Σε ποιό δρόμο βρέθηκα; Πού πάω; (ποιος είμαι;) Τι με περιμένει; Το τέλος…».
    Ταξιδεύουμε για την συνάντηση με το Απόλυτο, το γήϊνο απόλυτο (αποκλειομένου του απόλυτου του θανάτου, παρ΄ότι φλερτάρουμε μαζί του….)
Θυμάμαι εδώ,   τον Κ.Λ. Στρώς στους «Θλιβερούς Τροπικούς»: «Κανένα ταξίδι δεν έχει νόημα αν δεν είναι ταυτόχρονα ένα εσωτερικό ταξίδι στον εαυτό μας»  (στο ποτάμια της  ψυχής μας, στις οροσειρές της σκέψης μας…). Κι όπως το τονίζει ο Σαραμάγκου: «Κανένα ταξίδι δεν περιορίζεται στον εαυτό του. Εμπεριέχει πλήθος άλλων ταξιδιών».
    Και η φωτογραφία  που είπα στην αρχή, τι μπορεί να μας πει για το ταξίδι; Ουσιαστικά τίποτα. Έχει όμως σημασία το που μπορεί να οδηγήσει την σκέψη μας η ανάλυση της επιθυμίας της.
    Η  φωτογραφία απ΄την ίδια της την φύση, δεν μπορεί να αποδώσει καμία πραγματικότητα, πόσο μάλλον την πολυσύνθετη δραματική πραγματικότητα, εσωτερική και εξωτερική του ταξιδιού. Η φωτογραφία ως εικόνα μπορεί να προσφέρει μόνο την πραγματικότητα του εαυτού της παρ΄ότι έχει κάνει  χρήση της περιρρέουσας πραγματικότητας για να υπάρξει.
    Οφείλουμε λοιπόν να δούμε την ταξιδιωτική φωτογραφία όχι ως το μέσο να πάρουμε λίγη από κείνη την πραγματικότητα μαζί μας, αφού καμιά φωτογραφία δεν μπορεί να αποδώσει την μαγεία εκείνη, της πραγματικότητας εκείνης, του συναισθήματος εκείνου, εκείνης της σκέψης. Αλλά σαν ένα «φυλαχτό» φτιαγμένο από το υλικό εκείνου του άλλου κόσμου που γνωρίσαμε στο ταξίδι, όπου δυνάμεις θεϊκές, δαιμονικές, ανθρώπινες συνενώθηκαν για το πέρασμα του ωκεανού, την διάσχιση της ερήμου, το πέρασμα των πάγων, την διάσχιση της ζούγκλας, των πόλεων, των ανθρώπων, του εαυτού μας.
    Ένα φυλαχτό λοιπόν, που μιλά για μας, για την μοναδική εμπειρία που προσφέρει η καταβύθιση στη δίνη του ταξιδιού.
    Ταυτόχρονα όμως η ταξιδιωτική φωτογραφία δεν είναι μόνον ένας τρόπος να πάρουμε κάτι από κείνο τον τόπο. Είναι επίσης ένας τρόπος να  αφήσουμε κάτι. Ν΄αφήσουμε το βλέμμα μας εκείνη την στιγμή του κλικ και μέσω του βλέμματός μας όλου του εαυτού που βρισκόταν εκεί. Αφήνουμε λοιπόν κάτι από εμάς, κάτι που θα υπάρχει κι όταν θα΄χουμε φύγει. Αυτός ο τόπος θα΄χει πια τα βήματά μας, το βλέμμα μας, το σώμα μας, τον εαυτό μας, ακόμα κι όταν θα΄χουμε φύγει, ακόμα κι όταν το ταξίδι μας, το ταξίδι της ζωής μας θα΄ χει τελειώσει.
    Μήπως η ταξιδιωτική φωτογραφία, τελικά, ως στιγμιαία πραγματικότητα που θα παραμείνει  για πάντα αναλλοίωτη και ταυτόχρονα ως άφημα ίχνους του εαυτού μας σ΄αυτήν την αναλλοίωτη πραγματικότητα, μήπως, λέω μήπως, η ταξιδιωτική φωτογραφία είναι ένας τρόπος να μην πεθάνουμε;
    Να μην πεθάνουμε, αφού θα βρεθούμε «Αλλού». Αυτό το «Αλλού» της Ετερότητας γίνεται η διαρκής υπόσχεση του ταξιδιού για την συνέχειά του και ταυτόχρονα η διάψευσή του αφού, αυτό το «Αλλού» εν τέλει, είναι εξίσου γήϊνο με το «Εδώ».
    Ίσως τελικά το «Αλλού» να μην υπάρχει, αφού τα πάντα για να είναι προσβάσιμα, για να διανοίγονται δρόμοι, κινούνται στη διάσταση του Συμβολικού, με την Λακανική τοπική.
    Ίσως να μην υπάρχει το «Πέραν των Συνόρων» αφού αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την τρέλα ή τον θάνατο, ως απόλυτη Ετερότητα.
    Όμως, αν δεν υπάρχει το «Πέραν  των Συνόρων», το «Αλλού», υπάρχει η δραπέτευση  προς αυτό, το να χαθούμε, δηλαδή ν΄ αλλάξουμε ταυτότητα και ρόλο, να γίνουμε ο Άλλος  της Ετερότητας του ίδιου μας του εαυτού. Ας θυμηθούμε ως απόλυτο παράδειγμα  την Μαρίζ Σουασί, που την δεκαετία του ’20, άλλαξε φύλο για να μπορέσει να ταξιδέψει στο Αγ. Όρος. Ή σαν σχετικό παράδειγμα, το πώς ντύνονται οι άνθρωποι στις διακοπές τους.
    Να χαθούμε. Για να συναντήσουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Το ταξίδι έτσι, δεν γίνεται προς το «Αλλού», γίνεται το πέρασμα όπου χανόμαστε για να επανευρεθούμε στο «Αλλού», την Ετερότητα του εαυτού μας. Να χαθούμε όπως η δοκιμασία των πρωτόγονων φυλών, που χάνονταν για να μεγαλώσουν, να μεγαλώσουμε την βεβαιότητα και την ανασφάλεια του τοπίου, του εσωτερικού τοπίου.
    «Δραπετεύω σημαίνει», λέει ο Υρμπέν, «γίνομαι αόρατος». Ταξιδεύω όχι τόσο για να βλέπω (και να με βλέπουν) αλλά για να γίνομαι αόρατος. Σαν τρόπο του να μην με βλέπω, άρα να μην με βλέπουν, σαν τρόπο καταστρατήγησης  της καθημερινότητας με την προσδοκία της ανακάλυψης του «Αλλού», που τελικά, ως πεπερασμένο επειδή ασύλληπτο – «Γνωρίζω καλά από τι δραπετεύω, όχι όμως και τι αναζητώ», έλεγε ο Μονταίν – δεν είναι άλλο από την αίσθηση ότι ξεκινάω γι΄ «αλλού» χωρίς  να πάω πουθενά.
    Να τι είναι η μέθη του ταξιδιού, το ξελόγιασμα, η σαγήνη, η μαγεία, που όσοι το΄νοιωσαν δύσκολα μπορούν ν΄αντισταθούν στην επανάληψη της αναζήτησης του: Οι άπειρες δυνατότητες, δήθεν εκτός ορίων να είσαι αυτός που θέλεις (ή ν΄ απογοητευτείς οικτρά απ΄ αυτό). Η περιπλάνηση που γίνεται αποπλάνηση – ξέρετε ότι στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο  ζωής και επανόδου των τριών αστροναυτών από την Σελήνη, υπήρχε όρος αποζημίωσης για την περίπτωση που δεν ήθελαν να επιστρέψουν; Θυμηθείτε την Κίρκη, τον Γκωγκέν, τον ήρωα  τον Κόνραντ, τα νησιά απ΄ όπου δεν γύρισε η ψυχή του Ουράνη-. Τόσο μακρυά, όλα είναι δυνατά. Ακόμα και να είσαι αυτός που ήθελες πάντα και φοβόσουν ότι μπορεί να είσαι.
    Υπάρχει ένας φόβος και μια γοητεία όταν ξεκινά κανείς να ταξιδέψει. Πάει για να βρει, να συναντήσει έναν εαυτό, έτσι όπως δεν μπορεί να τον έχει στο «εδώ». Ένας φόβος, μήπως τελικά δεν επιστρέψει  ή επιστρέψει αμετάκλητα κι ανεπιθύμητα Άλλος απ΄αυτό που ήταν πριν ταξιδέψει. Κατά βάθος το ταξίδι υπακούει στην λογική του ύπνου: δεν κοιμάται κάποιος αν δεν είναι σίγουρος ότι θα ξυπνήσει, ότι δεν θα μεταμορφωθεί στη διάρκεια του ύπνου του, ότι δεν θα φοβηθεί στα όνειρά του. Μα και ταυτόχρονα  μια γοητεία, η αποπλάνηση που λέγαμε, να ονειρευτεί, μια γοητεία από τον ίδιο τον φόβο αφού αυτός ο φόβος υπόσχεται με το πέρασμα των συνόρων μιας χώρας, το πέρασμα των συνόρων για το «Αλλού».
    Όπως λέει ο Α. ντε Μποτόν για τον πίνακα αναχωρήσεων στα αεροδρόμια, με την απλώς άρτια κατασκευή και την λιτή γραμματοσειρά αφήνουν έκθετη την φαντασιακή σαγήνη και την συναισθηματική φόρτιση που προκαλούν. Το κάλεσμα, με την αλλαγή μιας αράδας υπονοεί σαφέστατα με πόση ευκολία θα μπορούσε ν΄ αλλάξει η ζωή μας. Μαγικά, παιδικά θα λέγαμε αφού ένα αναβόσβημα  σημαίνει Αλλού.
    Ο Α. Αρούχ, σ΄ένα εξαιρετικό του κείμενο, όπου στην κυριολεξία συναντά τον ορισμό του Υρμπέν για το ταξίδι ως «ανθρωπολογική συγκρότηση του φαντασιακού», λέει επί λέξει: « Κανένας τουριστικός προορισμός δεν υπάρχει. Όλα είναι στην φαντασία. Ψάχνω το ταξίδι στα Κύθηρα που δεν θα γίνει ποτέ. Τα ταξίδια είναι περισσότερο στο νού μας παρά έξω απ΄αυτόν. Στην πράξη όταν ταξιδεύουμε  ποτέ δεν φεύγουμε. Μένουμε σπίτι – του νου, ταξιδεύοντας σε ξένους τόπους». Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό τον Καρλ Μάϋ, συγγραφέα διάσημο στην Γερμανία ανάλογο με τον Ιούλιο Βέρν στην Γαλλία, ο οποίος έγραψε εξαιρετικά ταξιδιωτικά βιβλία χωρίς να έχει ταξιδέψει ποτέ και μάλιστα  δημοσίευσε φωτογραφίες που δεν τραβήχτηκαν ποτέ.
    Σαν δηλαδή το «Αλλού» να μην υπάρχει. Το «Αλλού» να είναι μόνον μια φαντασιωτική διαδικασία, μια δίνη χωρίς κίνηση. Ίδιου τύπου, λέει ο Ρ. Ρολάν, για τους εξερευνητές, με την πηγή της θρησκευτικής εμπειρίας: ένα συναίσθημα απεριόριστο, που σε πάει ψηλά και παντού ενώ είσαι καθηλωμένος στο τόπο της προσευχής. Όχι τυχαία ο Φρόϋντ, χρησιμοποιούσε  γεωγραφικούς όρους για την θρησκευτική πίστη ως «ωκεάνειο συναίσθημα».
    «Σπίτι καταλήγει να είναι ο κόσμος» λέει ο Παμούκ.
    «Ναι αλλά είναι θλιβερό να μένεις για πάντα σπίτι» συμπληρώνει ο Ρούσντι, σε κείνη την περίφημη συνάντησή τους.
    Αλλά πού να φύγεις να πας όταν όλος ο κόσμος είναι οικείος, «οικεία» έστω με εξωτικά δωμάτια;
    Ίσως αυτό να κάνει τον Πασκάλ να λέει ότι η δυστυχία πηγάζει από το ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάτσει ήσυχος στο δωμάτιο του.
    Ήταν άραγε πιο ευτυχής ο Ξαβιέ ντε Μαίστρ που ταξίδεψε μόνο στο δωμάτιο του, από τον Λίβιξτον;
    Ήταν πιο ευτυχής ο Μακρής που συνεχίζει να διεκδικεί την επιθυμία του  να πάει στο Παρίσι ακυρώνοντας το ταξίδι του όταν φτάνει στα προάστια του Παρισιού;
    Ήταν  πιο ευτυχής ο Ουράνης που δεν επέστρεψε  ποτέ η ψυχή του από κείνα τα νησιά « που πόδι ανθρώπου δεν τα έχει πατήσει»  - γιατί αν τα είχε πατήσει, τι είδους «αλλού» θα ήταν; - ο Γκωγκέν και ο Ρεμπώ από τον έγκλειστο Αρτώ;
    Στην κινηματογραφική εκδοχή των «Ταξιδιών του Γκιούλιβερ» έργο που θα μπορούσε να θεωρηθεί – ίσως μαζί με τον Σεβάχ και τον Μυνχάουζεν, βλέπετε μόνο στα παραμύθια υπάρχει η απόλυτη – σχετική Ετερότητα- ως η επιτομή του «Αλλού», της Ετερότητας, του Ταξιδιού, ο συγγραφέας βάζει τον ήρωά του στο τέλος να απολογείται με όρους ψυχιατρικής για την ταξιδιωτική του εμπειρία. Να απολογείται!...
    Μήπως όντως το ταξίδι είναι εκτός λογικής και άρα ανάλυσης; Μήπως κατά βάθος είναι μια μυστικιστική  Χάϊντεριανή εμπειρία που οι λέξεις από ένα σημείο και μετά μένουν χωρίς διαβατήριο; Μήπως είναι η προσδοκία του Λακανικού Μεγάλου Άλλου χωρίς την μπάρα στο Α; Μήπως το ταξίδι  είναι η νοσταλγία για μια χώρα που χάθηκε για πάντα;
    Κλείνω αυτές τις   σκέψεις παραφράζοντας τον Μπέκετ για την τέχνη: «Δεν υπάρχει λόγος που κάνουμε τέχνη –  κάνουμε τέχνη γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». Και για το ταξίδι θα μπορούσε να ισχύει το ίδιο: ταξιδεύουμε γιατί δεν γίνεται αλλιώς.

 

 

blank page | έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία