Αντί Προλόγου

Ένα τηλεφώνημα
(εγκώμιο του Λάθους)

του Φώτη Καγγελάρη


'Ω! ευτυχισμένο λάθος
το λάθος του Αδάμ!'
ΘΕΟΔΙΚΙΑ – Γ.Β.ΛΑΙΜΠΝΙΤΣ

'-Τι κάνετε κύριε Κόυνερ;
-Ετοιμάζω το επόμενο λάθος.'
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Κ. ΚΟΥΝΕΡ - Μ. ΜΠΡΕΧΤ

 
Λάθος, Κύριε… πώς είπατε; όχι, σας λέω πήρατε λάθος, όχι Κύριε, καλά, πείτε μου γρήγορα, δεν έχω πολύ χρόνο, πέσατε και στην περίπτωση, τώρα μόλις έγραφα για τον Χέγκελ και το πώς ο Δούλος καραδοκεί το μοιραίο λάθος από τον Κύριο.

Τι είπατε, Κύριε; ναι, το λάθος. Το μοιραίο λάθος του Θεού να τα βάλει με τον Διάβολο… Ποιο λάθος; Αυτό, Κύριε, που κάνει τον δικαστή, μας λέει ο Ζενέ, να εκλιπαρεί τον κλέφτη να παραμείνει κλέφτης, αυτό που μας διηγείται ο Α. Φρανς στην ‘Ανταρσία των αγγέλων’. Τι ποιο λάθος; Αυτό που λέει ο Ντεριντά ότι φοβίζει το σημαίνον και το βάζει σε διαρκή εκκρεμότητα, αυτό που παράγει το ‘συμβάν’, θα μας έλεγε ο Μπαντιού. Το λάθος, Κύριε… Δεν έχετε κάνει ποτέ λάθος στις αποφάσεις σας, στις σχέσεις σας, στη στιγμή; Δεν έχετε πει 'ήταν λάθος μου;' Τι θα ‘σασταν χωρίς τα λάθη σας; Πως θα προχωρούσατε; Δεν έχετε ακούσει  για τον Σκότους, τον Μπρούνο, τον Γαλιλαίο; Ακούστε... ή κλείνετε και ξαναπαίρνετε αναζητώντας το σωστό ή ακούστε τι έχω να σας πω.
Καλώς, Κύριε… γεια σας.
Α, ξαναπήρατε, αν κι αυτή τη φορά ξέρετε ότι δεν κάνετε λάθος καλώντας το λάθος. Κατάλαβα… Λοιπόν, να σας πω…

Το λάθος του Θεού ήταν ότι έφτιαξε τον άνθρωπο από τελειότητα. Πώς μπορεί ένας τέλειος Θεός να κάνει τέτοιο λάθος; Ποιος ξέρει… Γρήγορα όμως καταλαβαίνει το λάθος του κι επιτρέπει στον άνθρωπο να κάνει λάθος. Με το λάθος ο άνθρωπος βρίσκει τη φύση του, την ανθρωπινότητά του, τη σάρκα του, τον πόνο.
Αλήθεια, ως τέλειος, από τι ήταν φτιαγμένος; Τι ήταν το υλικό του; Ο Θεός, λοιπόν, διορθώνει το λάθος της τελειότητάς του να φτιάχνει τέλεια όντα και αποδέχεται το λάθος. Γιατί, για να μπορεί να είναι τέλειος πρέπει να εμπεριέχει το λάθος, την κακία, την αδυναμία. Γιατί αν δεν το εμπεριέχει τι είδους τέλειος θα ‘ταν αν ήταν αδύνατος να το εμπεριέχει, σιγοντάρει ο Γουάιτχεντ. Αλλά, κι αν πάλι τα εμπεριέχει τι είδους τέλειος θα ‘ταν; Κάτι δεν πάει καλά εδώ… Πάντως, πράγματι, αργότερα γίνεται πολύ κακός, έστω ‘δίκαια’, και πολύ θυμωμένος. Σφάζει, πυρπολεί, σκοτώνει, αιμομικτεί, βασανίζει επί αιώνες για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο των προηγούμενων αδύναμων αιώνων, των αιώνων της τελειότητας.

Λοιπόν, Κύριε μου, από λάθος γίναμε άνθρωποι. Το λάθος είναι το αίτιον του ανθρώπου. Το λάθος είναι η αιτία της ανθρώπινης συνθήκης. Και κυρίως, το λάθος δεν ήταν μόνο η δυνατότητα ανθρωπινότητας του ανθρώπου αλλά η δυνατότητα συνέχισης του να είναι άνθρωπος, εμπεριέχοντας τη δυνατότητα του λάθους ως τη μόνη δυνατότητα επιλογής, αλλά, κυρίως κάνοντας λάθος. Το λάθος τον καθιστά Κύριο του εαυτού του, Κύριο της μοίρας του, Υποκείμενο του Λόγου του.

Πέστε μου, Κύριε, τι θα ήταν ο άνθρωπος χωρίς το ευλογημένο λάθος του Αδάμ και της Εύας; Χωρίς το λάθος αυτό που του έδωσε το σώμα του και την ψυχή του, τη σκέψη του και το θάνατο; Τι θα ‘ταν ο άνθρωπος χωρίς την πτώση, χωρίς την ανθρωπινότητά του; Γιατί, είναι το λάθος που του δίνει τη δυνατότητα από την θέση της πτώσης να κοιτάζει ψηλά, άν-θρωπος, για να γίνει κατά πραγματικότητα και ομοίωση… Όχι κατ’ εικόνα, εικόνα είναι η ανάμνηση σ’ ότι απέμεινε από την πτώση… Και τι θα ήταν ο Θεός; Πως θα μπορούσε να εξηγήσει την ύπαρξη του αν δεν υποτεθεί ότι αυτός έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα του λάθους, την περίφημη ‘ελευθερία της βουλήσεως’;

Την πτώση πρέπει να αγιοποιήσουμε, Κύριε, την πτώση να δοξολογούμε. Αυτή κάνει τον άνθρωπο να προχωράει, να φτιάχνει Ιστορία, το Χρόνο, τον Κόσμο. Να στοχεύει και ν’ αμαρτάνει γιατί η αμαρτία είναι η φύση του Ανθρώπου γιατί αυτό τον κάνει να ξανασηκώνεται και να στοχεύει και να στοχεύει και να στοχεύει και να λαχανιάζει και να λαχανιάζει και να ιδρώνει  ο άνθρωπος.

Η φύση του ανθρώπου είναι το λάθος. Προχωράει, εξελίσσεται από αντιπερισπασμό στο λάθος που καραδοκεί ή έχει συμβεί, όπως γίνεται ‘φυσιολογικός’ από αντίδραση στη φύση του που είναι η τρέλα, θα ‘λεγε ο Λακάν.
Ο ίλιγγος του λάθους είναι ο ίλιγγος της ελευθερίας. Η διαρκής επιδίωξη του ‘σωστού’ είναι η αντίδραση στη γοητεία του ‘λάθους’. Το λάθος έλκει όπως ο φόβος της πτώσης στο γκρεμό. Η ορθότητα είναι η παρά φύσιν άμυνα του ανθρώπου απέναντι στο λάθος. Ο πολιτισμός απέναντι στη διάλυση. Το συμβολικό απέναντι στο ‘πραγματικό’, η εξέλιξη απέναντι στην ασυνέχεια. Το γράμμα απέναντι στην τελεία.
Πιο δυνατά σας παρακαλώ… ναι, δεν σας άκουσα καλά, τι είπατε; Μα θα συνέχιζα, αυτά τα είπα σαν εισαγωγή, σαν διευκρίνιση της ορθότητας του Λάθους. Ναι, έτσι είναι…

Κι όπως η ενοχή γεννά ενοχή, έτσι και το λάθος γεννά λάθος. Μάταια η Θρησκεία, η Πολιτική, η Τέχνη, ο Έρωτας, η Φιλοσοφία, η Επιστήμη θα προσπαθήσουν να εξευμενίσουν το Λάθος. Απλά θα διαπιστώσουν το λάθος τους προσπαθώντας να ξεφύγουν ως το επόμενο. Η ανθρώπινη φύση, το Λάθος, χαράσσει την ορθή πορεία της επιβίωσης και της Ιστορίας. Έτσι, ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος ως το μικρότερο – μεγάλο λάθος, ως ορθή αντίδραση στο μεγάλο Λάθος της Ύπαρξης.

Ο Πολιτισμός μας, μ’ όλους τους φόνους και την εξαθλίωση που εμπεριέχει είναι ο καλύτερος δυνατός. Ο καπιταλισμός είναι το καλύτερο λάθος και εξ αυτού νομιμοποιείται να υπάρχει και να νομιμοποιεί το ξεπέρασμά του.
Ο Κόσμος που ζούμε είναι ο χειρότερος δυνατός.
Ο Κόσμος που ζούμε είναι ο καλύτερος δυνατός.
Αυτός προέκυψε. Αν αρχίσουμε τις υποθέσεις και τα ‘εάν’ για τη μύτη της Κλεοπάτρας και τα λάθη του Κλάρα, αφ’ ενός θα κινδυνέψουμε να χαρακτηριστούμε ως ιδεαλιστές απολογητές της Ιστορίας, αφ’ ετέρου το μόνο που θα προκύψει θα ‘ναι μια ανούσια ωραία συζήτηση ως αποκύημα  της ναρκισσιστικής επένδυσης της φωνής μας.
Αυτός ο κόσμος προέκυψε. Ο καλύτερος δυνατός. Όχι ο τέλειος, φίλε Λάιμπνιτς, φίλε Φίχτε… Γιατί ο άνθρωπος αποφεύγοντας το Λάθος επινοεί τον καλύτερα δυνατό -λάθος-κόσμο. Δεν μπορεί παρά να φτιάξει αυτό τον κόσμο. Η εκ των υστέρων θεώρηση δεν είναι παρά μια νοσταλγία για το άλλο λάθος, που με τη λήψη της απόφασης απεφεύχθη την τελευταία στιγμή και πενθείται για πάντα. Ο Θεός, Κύριε, είναι το λάθος του Ανθρώπου που αθωώνει την δική του ύπαρξη.

Η φύση δεν κάνει λάθος, γιατί υπακούει σε μια τελεολογία όπου το σωστό και το λάθος αποκλείονται. Ή μάλλον, δεν υπακούει σε καμιά τελεολογία και το κβαντικά τυχαίο αποκλείει την έννοια του λάθους – σωστού ακόμα και σαν υποψία.

Είναι λάθος το να μην κάνεις λάθος. Βέβαια, ο καθένας παλεύει να μην κάνει λάθος, να είναι ο καλύτερος στο πόστο του. Έτσι προχωράει ο κόσμος. Με την αποφυγή του λάθους μέσα στον ανταγωνισμό και το ναρκισσισμό του καθενός, για τον εαυτό του και τους άλλους. Αλλά, μήπως αυτό είναι το λάθος της ανθρωπότητας; Το να μην μπορεί παρά να προχωράει; Μήπως να ξαναδούμε εκείνους τους ανθρώπους για τους οποίους μιλάει ο Κ. Λ. Στρως;

Ο Κόσμος όμως, προχωρά μέσω του Λάθους. Οφείλει να κάνει Λάθος για να μην αποτύχει. Για να προχωρά. Να δημιουργεί τον χειρότερο – καλύτερο δυνατό κόσμο. Ο κόσμος μας είναι πολύ άσχημος, φίλε Φίχτε, αλλά θα συμφωνήσω μαζί σου ότι είναι ο καλύτερος. Όχι όπως τον εννοείς εσύ, δηλαδή ως επιθυμία Θεού αλλά επειδή ο Θεός είναι λάθος και επέτρεψε να του διαφύγει το ανεξέλεγκτο του κόσμου. Ευτυχώς που ο Άνθρωπος, κάνοντας λάθος επαναφέρει τον έλεγχο και την τάξη.

Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν παρά να πάνε μπροστά. Η στασιμότητα σημαίνει θανάσιμο λάθος. Μπροστά, αναγκαστικά. Όχι ότι θεραπεύεται κάτι έτσι. Αλλά έτσι συμβαίνει. Όπως έλεγε κι ο Μπέκετ, γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Σ’ αυτή την οπή του Λάθους όση επιτυχία, χρήματα, δόξα, σεξ, πάθη ή αγιοσύνες και να ρίξεις, πάντα μένει ανοιχτή. Η χοάνη του λάθους είναι αχόρταγη. Ο Άνθρωπος οργανώθηκε για το καλύτερο. Φτιάχνει την Ιστορία μέσα από πολέμους, δυστυχία, θάνατο. Όμως, αυτός ο λάθος κόσμος είναι ο καλύτερος.
Όπως συμβαίνει με τις δομές των επιστημονικών επαναστάσεων, παρεμβαίνει ο Κουν. Το επιστημονικό επίτευγμα, η ανακάλυψη μέσα στην Ιστορία των Επιστημών, θα αποκαλυφθεί λάθος, η γη δεν είναι επίπεδη. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον άνθρωπο να ταξιδεύει, να θεωρεί ότι η θεώρησή του επί του κόσμου είναι η καλύτερη. Το λάθος τον βοήθησε να επιζήσει. Αυτός ο λάθος κόσμος είναι ο καλύτερος, Κύριε… Κι αν επικράτησε ο Καπιταλισμός είναι γιατί είναι ο καλύτερος από τους χειρότερους κόσμους.

Τι θα υπήρχε στη θέση της Φεουδαρχίας αν δεν υπήρχε η Φεουδαρχία και η βαρβαρότητά της, που έφερε όμως την Γαλλική Επανάσταση. Ναι, Κύριε, ήταν ο καλύτερος δυνατός κόσμος και γι’ αυτόν που υπέφερε. Γιατί, ποιος άλλος κόσμος υπήρχε; Ας περιμένουμε το επόμενο λάθος. Ο Καπιταλισμός σαν το συμβολικό δίκτυο της γλώσσας θα καταπίνει, αδηφάγα, σημαίνοντα κέρδους με χρηματοπιστωτική εκπροσώπηση του πράγματος που ψυχωτικά τείνει να διεκδικήσει θέση καταστροφικής διάρρηξης του συμβολικού ιστού.
Τι πάω να κάνω; Να νομιμοποιήσω τον Καπιταλισμό; Μα, δεν βλέπετε, Κύριε ότι ο Καπιταλισμός νομιμοποιεί τον Κόσμο και όχι το αντίθετο; Δεν βλέπετε, ότι δεν είναι ο Καπιταλισμός που εκλογικεύει το ένστικτο της ζούγκλας στη φύση του ανθρώπου αλλά το ένστικτο της ζούγκλας νομιμοποιεί τον Καπιταλισμό ως το μέγιστο λάθος του ανθρώπου;
Δεν βλέπετε, ότι ο Καπιταλισμός είναι το προοίμιο της μεγάλης γιορτής;
Ο χειμώνας μπορεί ν’ αξίζει γιατί περιμένουμε την άνοιξη.
Αλλά, πέστε μου, τι προτείνετε; Ε, αυτό σας λέω, αυτή την εξέλιξη, ας την κάνουμε…

(Αλήθεια, τι μας καθηλώνει; Με ποια απόλαυση συνδέεται η υποταγή; Με ποιο φόβο συνδέεται ο κλυδωνισμός του 'ονόματος του πατρός'; 'Πες μου, ποιο φόβο αγάπησες πάλι' ακούγεται από μακριά ο Αγγελάκας.)

Ναι, αγαπητέ μου, χρειάζεται μια Γενική Θεωρία του Λάθους.
Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στην ερώτηση του φίλου μου του Γκότφριντ Βίλχελμ γιατί υπάρχει το Κάτι και όχι το Τίποτα που είχα προσπαθήσει να συζητήσω πέρυσι με φίλους, τον Ζαν – Πωλ, τον Ανρύ και άλλους, και είχα προσπαθήσει να μπω στη συζήτηση λέγοντας ότι το Τίποτα είναι προϋπόθεση του Κάτι, να, τώρα σκέφτομαι ότι η ίδια η ερώτηση είναι λάθος. Γιατί, πώς ξέρουμε ότι υπάρχει το Κάτι και όχι το Τίποτα; Για το Κάτι, τι μας βεβαιώνει ότι υπάρχει, ότι συμβαίνει;  Το Κάτι, θα μπορούσε να είναι λάθος αίσθηση, λάθος αντίληψη, λάθος συνείδηση, λάθος βίωμα. Θα μου πείτε ότι και ως λάθος είναι Κάτι.
Πράγματι. Κι άντε βρες το σωστό. Επί πλέον η λάθος αντίληψη προϋποθέτει το Κάτι. Πράγμα όμως που δεν ισχύει αν πρόκειται για μια λάθος αντίληψη του Τίποτα που μας βεβαιώνει για Κάτι. Ή για μια λάθος βεβαιότητα για τις δυνατότητες του ‘είμαι’ – καθ’ υπέρβαση αρμοδιότητας το ‘είμαι’ γίνεται βεβαιωτικό της ύπαρξης, αν κατάλαβα καλά τον φίλο μου τον Μάρτιν. Το είναι για το είναι του δεν εμπεριέχει καμιά βεβαίωση παρά μόνον ως λόγος που βεβαιώνει για τον λόγο του είναι όταν γίνεται λόγος -μέσα στο είναι- για το ίδιο του το είναι, θα ‘λεγε ο φίλος μου ο Ζαν – Πωλ. Μα ο λόγος δεν έχει φονεύσει ήδη την οντότητα του πράγματος;
Αυτό το Κάτι, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι λάθος αντίληψη του Τίποτα, μια επινόηση, να μην υπάρχει, λέω να μην υπάρχει παρ’ ότι ξέρουμε ότι υπάρχει, πέφτουμε πάνω του, χτυπάμε, και γι’ αυτό νομίζουμε ότι υπάρχει, ότι δεν κάναμε λάθος. Υπάρχει, όπως υπάρχει με βεβαιότητα ο κόσμος γι’ αυτόν που ονειρεύεται ότι υπάρχει ο κόσμος, έστω της επιθυμίας ή του φόβου. Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι το Κάτι στην περίπτωση που υπάρχει ως επινόηση του Τίποτα; Αυτός που ονειρεύεται δεν αμφιβάλλει, δεν κάνει λάθος για τον κόσμο που ονειρεύεται. Κι αυτός χτυπά σε τοίχους, πονά, κλαίει γελάει σ’ ένα Κάτι – Κόσμο, μέχρι να ξυπνήσει η πεταλούδα απ’ το γνωστό όνειρο, ότι ήταν άνθρωπος ή ο άνθρωπος από το δικό του όνειρο ότι ήταν πεταλούδα που ονειρευόταν ότι ήταν άνθρωπος που ονειρευόταν ότι ήταν πεταλούδα…

Αλλά, μια και πιάσαμε αυτή την κουβέντα, κοιτάξτε με τι μαεστρία ο φίλος μας ο Καρτέσιος επινοεί ότι υπάρχει. Λέει, ότι σκέφτεται. Και αυτό εξουσιοδοτεί την ύπαρξη του ‘άρα’. Χα-χα αστείο δεν είναι; Από πού ως πού; Φοβερή επινόηση. Θυμηθείτε πώς του τα 'σουρε από τότε ο φίλος μας ο Λάιμπνιτς και μέχρι τις προάλλες ο Χούσερλ και όχι μόνο. Πού το βρήκε το ‘άρα’; Χα -χα -χα… Η απάντηση του Καρτέσιου είναι: προτιμάτε το Θεό, το Θεό-Λάθος, το λάθος του Θεού ή ένα λάθος λογικής; Ωστόσο αυτό έχει τρομερές συνέπειες. Δείτε την αγωνία για το λάθος όπως προκύπτει από το λάθος του Καρτέσιου στη συνέχεια της φιλοσοφίας. Αφηνιάζουν. Τα μυαλά αφηνιάζουν για να μην αφήσουν τόπο στο Λάθος να περάσει.
Ο Ορθός Λόγος! Ε, ναι ο Ορθός Λόγος προκύπτει από την αγωνία ανίχνευσης και εντοπισμού του λάθους.

Αλλά όσο σκηνοθετημένη κι αν είναι μια φωτογραφία, για να μην αφήσει το Μπαρτικό πούνκτουμ να παρεισφρήσει, τόσο είναι που μαρτυρά τον κίνδυνο της παρουσίας του. Έτσι και στη συνέχεια της φιλοσοφίας, η απεγνωσμένη προσπάθεια εγκλωβισμού, ανάδειξης και εξουδετέρωσης του Λάθους μαρτυρά τον οντικό κίνδυνο του ‘άρα’ ως γέφυρα λογικής μεταξύ των δύο ασύνδετων ρημάτων, να καταπέσει στον οντικό γκρεμό συμπαρασύροντας τα πάντα.
Και στο βάθος, ένας Θεός να χαμογελά αγαθοσαρδόνια, για το λάθος του ανθρώπου.
Το οικοδόμημα τρέμει. Ο Γκόγια, ο Φρόυντ, ο Φουκώ, ο Μπατάιγ, ο Σαντ θ’ αφουγκραστούν τους τριγμούς…
Ολόκληρη η ιστορία της φιλοσοφίας, καλέ μου Κύριε, από τον Καρτέσιο και μετά είναι ένα σχόλιο στη φράση του Καρτέσιου που υπαγορεύεται από την αγωνία αποκλεισμού του Λάθους. Με τελευταίο μαχητή τον Χάιντεγγερ που για ν’ αποφύγει το αδιέξοδο καταφεύγει στην ποίηση. Και τελευταίο λιποτάκτη τον Καρνάπ που ξεμπερδεύει με την μεταφυσική ως ανώφελη.
Παραμόνευε ο κίνδυνος, ο Θεός ως λάθος- γιατί, τι άλλο ήταν αυτό το ‘άρα’- να επανεύρισκε τη θέση του και δως του πάλι από την αρχή, να επανευρεθεί ένας Καρτέσιος κ.λπ.

Φανταστείτε, αγαπητέ Κύριε,  την σκηνή όταν πεθαίνει ο Καρτέσιος και τον περιμένει εκεί ψηλά, ο αποκατεστημένος Θεός: ‘είπες εσύ, τέκνον μου Ρενέ, ότι υπάρχεις από μόνος σου χωρίς εμένα κι αυτό δεν είναι λάθος;’ ‘Μα όχι θ’ απαντήσει’ τρέμοντας ο Καρτέσιος ‘είναι λάθος και γι’ αυτό έβαλα τόσο επιδεικτικά το ‘άρα’. Αλλά επειδή ακριβώς είναι λάθος αποδεικνύει ότι εγώ σκέφτομαι χωρίς εσένα.’ ‘Μα τότε, τέκνον μου Ρενέ, αν είμαι λάθος, πώς μου μιλάς’, θ’ αντιτείνει ο Θεός. ‘Είναι λάθος που σου μιλώ, είσαι λάθος’, θ’ απαντήσει ο Καρτέσιος, ‘αλλά αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα του δικού μου λάθους, του ‘άρα’.’

Ουσιαστικά, Καλέ μου Κύριε, η φιλοσοφία του Καντ και του Χέγκελ είναι η αγωνία του ανθρώπου ν’ αποφύγει το λάθος με αποκορύφωμα τα ευαγγέλια του Λόγου, την ‘Κριτική του Καθαρού Λόγου’ και την ‘Λογική’. Είναι η αγωνία να κωδικοποιηθεί έτσι η Λογική που καμιά ανταύγεια λάθους να μην μπορεί να παρεισφρήσει. Ή μάλλον, να εντοπιστεί το Λάθος, ως προϋπόθεση της λογικής κλίμακας. Ουσιαστικά, να το αναδείξουν, να ορίσει τη Λογική, την Κριτική. Να το δοξάσουν ως καθοριστικό του Λόγου, ν’ αναδείξουν τη Λογική του Λάθους ως υπαγορεύουσα, βήμα προς βήμα τον Ορθό Λόγο και την Διαλεκτική του.

Άσε δε τους καημένους τους Άγγλους, που  μέχρι σήμερα τρέχουν αλαφιασμένοι να προλάβουν, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ, ο Χιούμ – τι την θέλετε τη λογική και την απόδειξη, Κύριε Μπέρκλεϋ, αφού έχετε την πίστη και την προσευχή; – ίσαμε τον Ράσελ, τον Γουάιτχεντ, τη συμμαχία με τα μαθηματικά, τη συμμαχία με τη γλώσσα που θα μας πάει ως τον έρμο τον πρώιμο Λούντβιχ που μυστικά, χέρι-χέρι με τον ύστερο Χάιντεγγερ θα μας οδηγήσουν στο Άρρητο και την Ποίηση.
Σε πείσμα του Μπέρχαρντ που θα προτιμήσει να παραιτηθεί από τον κόσμο του φίλου μας του Λούντβιχ και να εισάγει τα σκοτεινά τελώνια του Βορρά. Ή τον Αντόρνο, τελευταίο ιππότη που θα παλέψει με την συνέχεια του ανεμόμυλου του πνεύματος.
Ή τον Τάρσκι που αισθανόμενος από παντού, τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του Λάθους να συντρίβει τα οστά της χαμένης παιδούλας της Αλήθειας – αλήθεια ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος που προηγείται ή έπεται των δύο πολέμων; - απισχναίνει τη φράση σε ταυτολογία που παίρνει θέση αξιώματος (άξιος συνεχιστής  της Χεγκελιανής 91ης παραγράφου: το πράγμα είναι, και είναι, μόνο επειδή αυτό είναι) έτσι που ο αυτισμός της να μην της επιτρέπει μεν την απόδειξη, έχοντας όμως κλείσει την όποια κερκόπορτα για την είσοδο του λάθους:
‘Χιονίζει, εάν και μόνο εάν χιονίζει.’

Αλήθεια, γιατί ο Χριστός σιωπά στην ερώτηση του τι είναι η αλήθεια;

Η αγωνία της Φιλοσοφίας, από τον Σπινόζα στον Βιτγκενστάιν την κάνει ν’ αριθμεί την σκέψη, ναι, καλέ μου Κύριε, ο αγαπημένος μου Σπινόζα που υπέμεινε μόνος του εκείνη την εποχή, δεν νομίζω ότι διακατεχόταν και τόσο από την αγωνία του λάθους μιας και η υπέρβαση της διπολικής διαταραχής θεός – φύση κατασιγάζει την ένταση, ωστόσο κι εκείνος έστηνε με τους άλλους αριθμητικά ξόβεργα στο λάθος για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του.
Εις μάτην. Τα αποτελέσματα της φιλοσοφικής αστυνομίας ήταν πενιχρά. Το λάθος τους περίμενε στον επόμενο αιώνα. Το θήραμα, γλιστρούσε μέσα από τις παγίδες του λόγου, και κάποιες φορές τις απαξίωνε πλήρως, γελούσε ασύλληπτο στην επόμενη πρόταση ή στην διαμάχη των εκπροσώπων του λόγου που πάσχιζαν για την αλήθεια αναζητώντας – αναδεικνύοντας το λάθος να έχει φωλιάσει απαρατήρητο ως εκείνη τη στιγμή στη σκέψη του συμπολεμιστή. Κι όταν το ανακάλυπταν, εκείνο, σαν μια γριά-κουκουβάγια –που πετάει πάντα το σούρουπο, θα ‘λεγε ο Χέγκελ- που της ταράζουν τον ύπνο στο κλαρί της σκέψης του φιλοσόφου που την κυνηγούσε, κουνούσε νωθρά τα φτερά της για να πάει λίγο πιο κει.
Ενίοτε, δεν μετακινιόταν καθόλου. Κι άλλες φορές, με την φρεσκάδα ενός νήπιου πατούσε με τα λασπωμένα του πέλματα τα απαστράπτοντα μωσαϊκά του λόγου, ή πειραχτικά, φυσούσε την λάμπα, κι άφηνε την ομήγυρη των παιδαγωγών του στο σκοτάδι. Στη σύγχρονη εποχή, απλώς κατέβαζε την ‘ασφάλεια’ κι άφηνε τους παιδαγωγούς να το αναζητούν στη γλώσσα.

Το χρυσόμαλλο δέρας του λάθους δεν κατέληξε ποτέ κουρελιασμένο στον πάτο του ορύγματος, στο φέρετρο που του ετοίμαζαν οι Άγιοι Πατέρες, οι  φιλόσοφοι, οι άγιοι, οι μαθηματικοί, οι μουσικοί, οι ερωτευμένοι. Αντιθέτως, προκάλεσε βολβόστροφες κρίσεις οργής στους αγίους – κοιτάξτε τον θυμό και την απελπισία τους στις εικόνες – τρέλανε μαθηματικούς και ερωτευμένους, έκανε την τονική μουσική να παραδώσει τα όπλα στη δωδεκάφθογγη, τον Ορθό Λόγο στη σκυτάλη του Ρομαντισμού.

Ένα φάντασμα πλανιόταν πάντα πάνω απ’ τον κόσμο, από την αρχή: η λάθος απόφαση, ο λάθος χρόνος, ο λάθος άλλος, η λάθος ζωή. Και πώς να μην πλανάται αφού αυτό είναι η φύση του Ανθρώπου.

Μην σου κάνει εντύπωση, αγαπητέ Κύριε, ότι ο φίλος μου ο Λάιμπνιτς, που πραγματικά έχω σε μεγάλη εκτίμηση, επινοεί τον απειροστικό λογισμό  για να αποδείξει ότι στα τρίσβαθα του Θεού υπάρχει ο καλύτερος κόσμος από επιλογή άλλων δυνητικών αφού ο απειροστικός λογισμός ως δυνατότητα του κόσμου αποδίδει τον καλύτερο κόσμο (θυμηθείτε, ωστόσο, πως τις τρώει από τον Χέγκελ), αφού το σκοτάδι είναι καταδικασμένο να υπακούσει, να αναδείξει το φωτεινό, να μιλήσει για το φως. Όπως στον Τιντορέτο, παραδειγματίζει ο Ντελέζ, όπου μέσω των εκπτυχώσεων του μπαρόκ, του σκότους προς το φως αποδεικνύεται το μεγαλείο του Θεού ως μονάδα που προϋπάρχει και εμπεριέχει την εκδίπλωση των πτυχώσεων του κόσμου.
Δες, καλέ μου Κύριε, πως τρέμει ο Φίχτε μήπως κάνει λάθος, και παρακαλεί, ο άθλιος, το πνεύμα να του δείξει το δρόμο. Δηλαδή, να του υποδείξει το λάθος- που πρέπει να αποφύγει- που τον έλκει.

Φίλοι, και συ καλέ μου Κύριε, αν ο Θεός υπάρχει ως μονάδα εκπτύχωσης του εαυτού της αν δηλαδή υπάρχει ως σημείο μιας σωσυριανής συμβατικής συγκρότησης για την δρομολόγηση του πνεύματος μέσω άπειρων σημαινομένων, αν υπάρχει ως σημαίνον του χάσματος μιας πατρικής μεταφοράς που διανοίγεται επ’ άπειρον στο παρελθόν αφηγούμενο την ιστορία του ως ιστορία του σύμπαντος κόσμου, τότε, τι μεγαλύτερη απόδειξη θέλουμε για το λάθος του ίδιου του Θεού για τον προσδιορισμό του, άρα για το  ξεπέρασμά του; Αφού, και το σύμπαν προσδιορισμένο ως άπειρο δεν είναι πεπερασμένο; Μήπως το ‘πραγματικό’ δεν χάνεται αν μπει στο Λόγο, στα φύλα, στα νοήματα; Δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρχει Κάτι, που από τη στιγμή που είναι προσδιορισμένο ως Κάτι, αφ’ ενός να μην έχει χάσει την αιωνιότητα αφ’ ετέρου να είναι χωρίς έκταση και χώρο, θεμελιώδης συνθήκη απώλειας της αιωνιότητας.
Αυτό ποιεί τη ζωή αλλά και τα φύλα, λέει ο Χεγκελιανός Λακάν- κι ο Νίτσε πιο νωρίς με τον φίλο του τον Αρθούρο- με τίμημα τον θάνατο. Τα πάντα είναι αιχμ-άλωτα στη μορφή τους. Το Τίποτα και το Παν είναι ανύπαρκτα. Άρα και το Ποτέ και το Πάντα. Το Πουθενά και το Παντού. Δεν μπορεί να διαμεσολαβήσει κάτι, λέει ο Ντεριντά, εκτός ίσως της ανθρώπινης κατάστασης: σκέφτεται και είναι το Παν, Παντού, Πάντα. Έτσι φτιάχτηκε ο Θεός. Μέχρι που η Χεγκελιανή ανησυχία μετατράπηκε σε Νιτσεϊκή  βεβαιότητα: ο Θεός πέθανε…To Χεγκελιανό διαζευκτικό μετατράπηκε στο Σαρτρικό συμπλεκτικό: το είναι και το μηδέν.

Τελικά, τι ήταν ο Θεός; Μήπως η δυνατότητα στην απόλαυση; Και που πια έχει γίνει προσταγή από ένα θανατηφόρο 'υπερ-εγώ' στη θέση του Θεού; Μήπως γι’ αυτό ο άνθρωπος δεν απολαμβάνει πια; Μήπως η κατανάλωση είναι η άμεση υποταγή στην εντολή ‘απόλαυσε’ ως εμπράγματη αναπαράσταση της επιθυμίας, μέσω του προϊόντος ως υποκατάστατου της απούσας επιθυμίας; Μια κατανάλωση επιθυμιών εκπροσωπουμένων από μια ατελείωτη σειρά αντικειμένων, προσταγή ενός σαδιστικού 'υπέρ-εγώ' που κατέλαβε την άδεια θέση του Θεού;
 Τι είπατε; Ναι, ίσως, το ‘πραγματικό’ διαφεύγει μέσω των Μυστικών και της επιθυμίας της γυναίκας. Αλλά, πώς σας ήρθε τώρα αυτό; Ας μην μιλήσουμε γι’ αυτό τώρα.

Να διαβάζουμε τους προσωκρατικούς. Αυτοί είναι το σκάνδαλο. Οι σύμμαχοι του λάθους. Αυτοί είναι η χαρά. Η γιορτή. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης ετοίμασαν την κηδεία. Η ταφή συνετελέσθη από τον Παύλο. Να δοξάζουμε τους προσωκρατικούς. Το άλογο, την παιδικότητα. Την ορθότητα του Λάθους. Τις σοφιστείες. Το παράλογο. Να τους βάλουμε σε εικονίσματα. Να πηγαίνουμε τάματα για την ανάδυση της τρέλας. Για το γέλιο. Για το Λάθος. Μόνο το λάθος μπορεί να μας μιλάει για το νόημα του κόσμου, για το νόημα της ζωής.

Μόνο το Λάθος επιτρέπει το Γέλιο.
Γελάστε, καλέ μου, Κύριε.
Γιατί πώς αλλιώς ο άνθρωπος θ’ αντιμετωπίσει το παράλογο της ζωής, πώς θα σαρκάσει το γεγονός της ύπαρξής του, πώς θα ειρωνευτεί το γεγονός του Θανάτου; Κι αν αι γενεαί πάσαι υμνούν την ταφή σου, Κύριε, το Λάθος του Θανάτου υμνούν, την ανθρώπινη σου διάσταση, Κύριε, αυτή που σου ‘δωσε την δυνατότητα της θεϊκής σου διάστασης.

Τα μικρά διαλείμματα γέλιου, κάτι έξω από τη φύση του ζώου-ανθρώπου του επιτρέπουν να πορεύεται προς το τέλος με την αξιοπρέπεια της ειρωνείας. Γι’ αυτό τρελαίνεται η Εκκλησία. Έχετε δει Άγιο γελαστό; Τον Ιησού να γελά; Ν’ αναφέρεται ότι γέλασε; Είναι μέγα σκάνδαλο το γέλιο ως απαξίωση του έργου του Δημιουργού. Το γέλιο είναι η θηριώδης προσπάθεια του ανθρώπου, η αφύσικη προσπάθεια του ανθρώπου να τα βάλει με τον θάνατό του, να τα βάλει με την ζωή του, με τα νοήματα. Το καρναβαλικό γέλιο του Μπαχτίν είναι μία από τις ύστατες προσευχές του ανθρώπου.

Έχω την βάσιμη υποψία, καλέ μου Κύριε ότι, η Μελαγχολία είναι η φύση του ανθρώπου. Παρ’ ότι κρυμμένη στον 20ο αι. ως διάθεση, σε μια κοινωνία που μας θέλει νέους, πετυχημένους, λαμπερούς και αποδεκτή είτε κλινικά είτε ως generosa για να φανεί παρηγορητικά δημιουργική.
Η Μελαγχολία, γνήσια έκφραση της φύσης του Ανθρώπου δέχεται το Λάθος της ύπαρξης και το αδύνατον της επίλυσης του Λάθους. Ο Μελαγχολικός πενθεί. Μια διαρκής ακηδία για την αδυναμία υπέρβασης του λάθους ως φύσης του Ανθρώπου. Και ταυτόχρονα μια διαρκής γιορτή που ο άνθρωπος γελά, γιατί στη Μελαγχολία είμαστε μ’ αυτό που δεν έχουμε ή έχουμε χάσει. Ένα σκάνδαλο φαίνεται ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του Μελαγχολικού, μια προβοκάτσια για τις υγιείς συνειδήσεις.
Όχι τυχαία υπήρξε κατά σειρά η τρίτη θεσμική ομάδα που εξολοθρεύτηκε από τον Ναζισμό, ως αντίδραση στην άχρηστη αλήθεια για τη φύση του ανθρώπου που οφείλει να είναι μάχιμος, χαρούμενος, φωτεινός. Ότι, το prozac σήμερα: εξοστρακισμός της σιωπηλής κραυγής της φύσης του ανθρώπου: ‘πονάω’- ‘σιωπή, πάρε prozac, χαμογέλα.’

Ο Μελαγχολικός εκφράζει το πένθος για το απραγματοποίητο όνειρο για την διόρθωση του λάθους της γέννησης. Τι ‘ου φύναι’, Σοφοκλή; Oκ. Μετά τι γίνεται; Τι μουρμουράς, Καλντερόν; Oκ. Και μετά τι γίνεται; Κι ο Όμηρος, νωρίτερα, τα ίδια: ‘πλάσμα πιο δύστυχο δεν βρίσκεται στη γη’. Λοιπόν;

Ας δούμε την επιτύμβια στήλη του Μελάγχθονα με τους όρους αντεστραμμένους. Σήμερα, δεν είναι η ψυχή που κοιτάζει το σώμα που μόλις έχει αφήσει και μελαγχολεί. Σήμερα, το σώμα κοιτάζει την ψυχή του σε μια αδύνατη κηδεία να δεχθεί, ότι θα ενταχθεί κοινωνικά, προσαρμοσμένο αλλά χαμένο, αποκλεισμένο από τον Έρωτα και την Αθανασία. Αποκλεισμένο από το λάθος και ενδίδοντας στο σωστό της προσαρμοστικότητας του ‘εγώ’ όπως μας το δίνει ο Λακάν στο ‘Λόγο της Ρώμης’: ‘η κουλτούρα της αφθονίας θα του προσφέρει υλικό για να λησμονήσει την ύπαρξη του και τον θάνατό του, καθώς επίσης να παραγνωρίσει μέσα σε μια ψεύτικη επικοινωνία το ιδιαίτερο νόημα της ζωής του.’

Και την Ύβρη!… Α, ναι, και την Ύβρη!
Μαζί με το γέλιο, η δυνατότητα του ανθρώπου ως καταστροφική απάντηση στη σύμβαση, στην αλήθεια. Ως η εξαίρετη αλλά θανατηφόρα προσέγγιση του λάθους. Ένας κυοφορούμενος υπέρμετρος ναρκισσισμός που θέλοντας να καθυποτάξει την επιβεβλημένη αλήθεια του μεγάλου Άλλου, δεν λαμβάνει υπ’ όψη του τα όρια του συμβολικού με αποτέλεσμα να βρίσκεται απροστάτευτος στους σεισμούς του ‘πραγματικού’.
Όπως και η ταπείνωση, εξ άλλου, δίδυμο αδελφάκι της ύβρης που προσποιούμενη την συρρίκνωση της επιθυμίας, έχοντας ως επιθυμία την απόλαυση που προσφέρει στον μεγάλο Άλλο, καραδοκεί τη στιγμή που ο Άλλος θα επιτελέσει το αμάρτημα και οι έσχατοι θα έσονται πρώτοι.

Να, δες τον Οιδίποδα, ενσάρκωση της ύβρης, παρ’ ότι εν αγνοία του, παρ’ ότι έρμαιο της επιθυμίας των άλλων, απολαμβάνει. Α, τι ωραία που βλέπει ο Οιδίποδας αφού τυφλώνεται, θα πουν οι ψυχαναλυτές… Πόσο λάθος έβλεπε, πριν! Αλλά, Κύριοι, και πόσο σωστά έβλεπε την τυφλότητά του! Λοιπόν, ξετυφλώθηκε. Αλλά, γιατί;
Μόνο και μόνο για να πεθάνει ήρεμος, συγχωρεμένος… Τα ωραία της ζωής, τα έζησε ως τυφλός, ως λάθος. Ναι, είχε κόστος. Αλλά, το κόστος δεν είναι μέρος της ζωής; Το κόστος δεν μιλά για την αξία του λάθους; Τι θα ‘ταν ο Οιδίποδας χωρίς το λάθος; Τίποτα. Ποιος θα τον θυμόταν; Κανείς. Ενώ έτσι είναι τουλάχιστον αθάνατος.  Όχι ότι κι έτσι έγινε κάτι. Σιγά, τίποτα είναι, να πεθάνει πάει, έστω στους θεούς.
Προς τι, λοιπόν, η αλλαγή; Έτσι, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Κανένας λόγος. Ούτε κι ο ίδιος ξέρει. Το σύμπτωμά του πάει να καταλάβει. Ένα αίνιγμα πάει να λύσει. Μόνο την τύφλα του γνώρισε. Μα αυτό είναι το Υποκείμενο, λέει ο σοφός Αρθούρος, αυτός που γνωρίζει όλα τ’ άλλα χωρίς να γνωρίζει τον εαυτό του. Και αυτό του δίνει την ψευδαίσθηση να μετουσιώνει το αναπόφευκτο στη δική του ελευθερία βούλησης.
Παρεμπιπτόντως, τι θα ‘ταν η Αντιγόνη χωρίς το λάθος του Κρέοντα; Η Αντιγόνη, μια πράξη χωρίς 'μετά', η μόνη πράξη που δεν μπορεί να κάνει λάθος, να αστοχήσει, θα 'λεγε ο Λακάν, μιλώντας για την αυτοκτονία.
Το ?α και το +α έχουν εξ ίσου θετικό πρόσημο, λέει ο Καντ: η επιστροφή είναι μια θετική αναχώρηση, η πτώση μια αρνητική άνοδος.
Ακούστε με, καλά, εδώ, αγαπητέ μου Κύριε. Ωραία. Καθίστε, περιμένω…

Όπως στους εφιάλτες, σταματάμε πριν πέσουμε, πριν μας πιάσουν, ξυπνάμε για να μην δούμε την συνέχεια έτσι και στη ζωή για να μην δούμε την συνέχεια ‘ξυπνάμε’.
Αναγνωρίζουμε: Λάθος. Χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι ίσως η αναγνώριση του λάθους είναι το λάθος. ‘Πατέρα, καίγομαι, δεν με βλέπεις;’ λέει ο γιος στον πατέρα, στο γνωστό όνειρο. Και κείνος ξυπνά, για ν’ αποφύγει το λάθος της συνέχισης του ονείρου. Για να βρεθεί στο ‘πραγματικό’ που υπαγόρευσε την συμβολική εικόνα του ονείρου, νομίζοντας, ο δύστυχος, ότι του συμβαίνει τ’ αντίθετο: ξυπνά στ’ όνειρο του ‘πραγματικού’ ενώ κοιμόταν στην εγρήγορση του συμβολικού.
Να, γιατί μας χρειάζεται το σύμπτωμα. Είναι το Κάτι για να οργανωθεί η ζωή. Χαώδης ο άνθρωπος αλλά αυτή είναι η φύση του. Η ζωή του είναι άμυνα στο χάος που εμπεριέχει. Το σύμπτωμα, το κάτι να πιαστεί. Το σύμπτωμα της ζωής είναι το ‘κάτι’ για την διάσχιση του χρόνου με τίμημα την πραγματικότητα ως μετωνυμία της απώλειας.

Μπορεί το ‘σύνθωμα’ να είναι το αντίδωρο του ευνουχισμού; Το ‘σύνθωμα’ να είναι το σύμπτωμα της ζωής; Μια παραληρηματική συγκρότηση που αγνοείται ως τέτοια όπως ακριβώς υπάρχει έλλειψη ενσυνείδησης στον παραληρούντα.

Ο άνθρωπος, τρελαμένος επειδή γεννήθηκε, να φτιάχνει σχέδια, επιθυμίες, σκοπούς, για να ξεχάσει το χωρίς νόημα, το χωρίς σκοπό; Να πιστεύει. Για να μην βλέπει το όρυγμα της αβύσσου. Για πάντα χαμένος, ότι κι αν κάνει.
Ποιος άθλιος είπε ότι μεγαλώνοντας καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις κάνει τα πράγματα που ήθελες βαθύτερα αλλά συγχρόνως ανακαλύπτεις με φρίκη ότι είσαι αυτά που έκανες, γιατί βαθύτερα αυτά ήταν που ήθελες.

Ω, το Λάθος! Το απόλυτο επίτευγμα του ανθρώπου!

Ο άνθρωπος είναι πιασμένος στα δίχτυα της οικονομίας της αρμονίας γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς για να έχει συνοχή. Γιατί δεν μπορεί να κάνει χωρίς το λάθος που τον οδηγεί και ταυτόχρονα τον κάνει ν’ αντιστέκεται στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής όπως λέει ο Αρνχάιμ, στην φροϋδική ενόρμηση του θανάτου.
Γι’ αυτό, οφείλουμε πάντα κάτι να λείπει. Η επιθυμία δεν είναι ο ορισμός του θέλω ή επιθυμώ αλλά η ερώτηση: ‘τι λείπει;’

Να τι λέει ο Σαντ επισημαίνοντας το λάθος της παρουσίας: ‘Η αναμονή απόντων αντικειμένων και όχι η παρουσία τους δημιουργεί την ηδονή. Θα απολαύσουμε την πραγματική παρουσία τους, καταστρέφοντάς τα. Κακοποιώντας τα θα τα καταστήσουμε παρόντα’.
Για να τον συμπληρώσει ο φίλος του ο Παύλος: ‘μη σκοπούντων ημών τα βλεπόμενα αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα. Τα δε μη βλεπόμενα αιώνια.’
Έτσι ο Άλλος είναι Άλλος. Μένει πάντα Άλλος, αίτιο επιθυμίας, αίτιο επιθυμίας της επιθυμίας του, επειδή ακριβώς Άλλος σημαίνει υπάρχει υπόλοιπο.

Κλείστε, λοιπόν, το στόμα, ανόητοι. Να πεθάνει πάει ο Οιδίποδας. Τι θαυμάζετε; Σε τι μένετε έκθαμβοι; Μην τυφλώνεστε από το φως των φιλόλογων και των ψυχαναλυτών. Μην κάνετε το λάθος να πιστέψετε ότι κάτι συνέβη εκτός από αυτό που έζησε. Αφήστε τον εαυτό σας να σκεφτεί. Χωρίς διαβάσματα κι επιρροές. Γιατί η θρησκεία επιτρέπει τον Οιδίποδα; Μα, γιατί καταδικάζεται. Εσείς, όμως, τι θαυμάζετε στον Οιδίποδα; Μα φυσικά, ότι του συνέβησαν όλα αυτά. Σ’ αυτόν συνέβησαν. Σας τρέχουν τα σάλια. Σ’ εσάς, όπως λέει η Ιοκάστη, μόνο στον ύπνο σας.

Αμ, εκείνος ο Ιώβ και η Ζυστίν, τι σας λένε; Ο Ιώβ απολαμβάνει την απόλαυση που προσφέρει στον μεγάλο Άλλο. Απολαμβάνει την δοκιμασία κατά τον ίδιο τρόπο που απολαμβάνει ο Ιωνάς και η Ζυστίν. Η Ζυστίν, ακόμα περισσότερο. Το τέλος της δεν έχει την γελοιότητα του τέλους του Ιώβ (Αυτός, που ονόμασε την κόρη του ‘Κοσμηματοθήκη’! Ποιο είναι το κόσμημα, Κύριε; Τίνος είναι;). Ο κεραυνός, υποψιασμένος ότι η Ζυστίν μπορεί ν’ αλλάξει ζωή, να παρασυρθεί στο κακό της ενάρετης ζωής από τον καλό Θεό, διακόπτει ριζικά την όποια προοπτική. Καρβουνιάζει ως άχρηστο πια το σώμα-φορέα της απόλαυσης. Η Ζυστίν πάει στον Παράδεισο της Κόλασης πιστή ως το τέλος, φερέφωνο της απόλαυσης του Άλλου, όχημα της ηδονής του, υπηρετώντας το λάθος του Θεού: ότι υπάρχει για να ενσαρκώνει το σωστό – το παρά φύσιν.
Πρέπει να σας αφήσω τώρα…

Α, ναι. Και την Αμφιβολία… Ίδιας τάξης και σημασίας με το Γέλιο και την Ύβρη. Τι είπατε; Να σας πω δυο λόγια;.. Τι να σας πω; Να, θυμήθηκα τον Ρόρτυ που αποκαλεί την αλήθεια ‘κενή φιλοφρόνηση’ στις πεποιθήσεις που μας βοηθούν να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Σκέφτομαι καμιά φορά, μήπως έχουμε κάτι ν’ ακούσουμε από τη μεριά της Ερμηνευτικής, δηλαδή την παραδοχή της δυνατότητας λάθους ως αλήθειας.
Σαν δηλαδή η Επιστημολογία ν’ αναλαμβάνει πια τον ρόλο του ταξινομητή των ειδών στις σκονισμένες προθήκες της κανονιστικής ροής του πνεύματος πράγμα που επιτρέπει στον Μάλκομ να διερωτάται: πώς ξέρω ότι ο σκύλος είναι σκύλος; Και για να το πάμε λίγο παρακάτω: πώς ξέρω ότι είμαι εγώ όταν κοιτάζομαι σε μια φωτογραφία ή πώς ξέρω ότι είμαι εγώ όταν κοιτάζομαι το πρωί στον καθρέφτη; Εδώ, ο Χιούμ και ο Σωσύρ δεν έχουν να μας πουν τίποτα. Μήπως ο Μιλόν και η ‘αρνητική εαυτοσκοπία’; Μα, είναι δυνατόν να καταφεύγουμε στην ψυχιατρική για την επίλυση ζητημάτων φιλοσοφίας;
Μήπως να βλέπαμε με μια άλλη ματιά –εκτός των ‘αναφορικών πλαισίων’ του Ντάντο και του Πάτναμ-  την συνάφεια της ‘επανάστασης’ του Κουν εν σχέσει με το ‘συμβάν’ του Μπαντιού, 'την πράξη' στον Ζίζεκ και το ‘πραγματικό’ στον Λακάν; Έχετε σκεφτεί ότι μπορεί να πρόκειται για την ίδια σκέψη; Τουλάχιστον ως τόπο ανατροπής.

Και τώρα, πες μου, καλέ μου Κύριε, η αμφισβήτηση της αλήθειας μέσω αυτών που μόλις είπα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόταση για την αλήθεια; Ω, αλλοίμονο, καλέ μου Κύριε, η αμφισβήτηση της αλήθειας να διεκδικεί τη θέση της αλήθειας…
Μήπως, τελικά, τριγυρνάμε, μακαρίως καθεύδοντες, στο ίδιο σημείο, αλλάζοντας απλά λεξιλόγιο, αφού individuum est ineffabile θα ‘λεγε ο Ντιλτάυ, και νομίζοντας έτσι, την κάθε φορά, ότι ανακαλύπτουμε την αλήθεια του κόσμου φτιάχνοντας ένα νέο κόσμο μέσω ενός νέου λεξιλογίου; Ίσως. Στο κάτω-κάτω κι ο Θεός μιλώντας δεν έφτιαξε τον κόσμο;    

Έτσι που λέτε, Κύριε… κάπου-κάπου αναδύεται το Λάθος σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια λούζοντας με το μαύρο του φως τα επιτεύγματα του Πολιτισμού, της Ηθικής, της Θρησκείας.
Να ένα τέτοιο λάθος, είναι ας πούμε η Ποπαία που δεν επιχειρηματολογεί ηθικολογώντας. Το αντίθετο: δεν υπάρχει εξήγηση. Ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι. Ο κόσμος είναι αυτός. Η Ποπαία δεν αποτελεί περίπτωση εκτροχιασμού της ανθρώπινης κατάστασης. Απεναντίας, αποτελεί τυπικό παράδειγμα αυτού που η Χ. Άρεντ κατονομάζει ως 'κοινοτοπία του κακού'.
Αντίθετα, στην Ζυστίν υπάρχει μια Ηθική του Κακού ως κανόνας για την ζωή: Παρ’ ότι ο άνθρωπος προσπαθεί το Καλό, είναι από τη φύση του δοσμένος στο Λάθος. Η προσπάθεια έχει νόημα μόνο και μόνο για να αποτυχαίνει.
Η έκθεση ‘Η ζωγραφική ως έγκλημα’ μιλάει ακριβώς γι’ αυτή την καταραμένη στιγμή της Τέχνης που ξεσκεπάζει το Λάθος ως την φύση του ανθρώπου, ως την Αλήθεια του Ανθρώπου.

Την ίδια αλήθεια που αχνοφαίνεται στον διάλογο του Ντιντερό με τον ανιψιό του Ραμώ ως πλεονάζον νόημα της Λογικής το οποίο οφείλει αδιάκοπα ν’ απορροφά ως το εκμαγείο του δικού του προσώπου που ακούει στ’ όνομα ‘τρέλα’ έστω σε εισαγωγικά ακόμα. Τα οποία, εισαγωγικά, όπως παρατηρεί ο Φουκώ, αποσύρονται στη συνέχεια στην περίπτωση Νίτσε, στην περίπτωση Αρτώ. Γιατί το Λάθος είναι πια σε θέση να διεκδικήσει τη θέση του.
Το ξέρω ότι το ξέρετε κι αν δεν το ξέρετε, το ‘χετε σίγουρα βιώσει, απλά σας θυμίζω την φράση του Ντιντερό 150 χρόνια πριν τα ‘Τρία δοκίμια της σεξουαλικότητας’: ‘αν το μικρό αγρίμι μεγάλωνε μόνο του διατηρώντας όλη του την άγνοια και μπερδεύονταν τα ψήγματα λογικής ενός βρέφους με τα πάθη ενός τριαντάχρονου άνδρα θα στραγγάλιζε τον πατέρα του και θα κοιμόταν με την μητέρα του.’ Ή με τον χασάπη, όπως η μικρή του Νερβάλ.
Η επιθυμία γνωρίζει σωστό και λάθος; Υπάρχει λογική επιθυμία; Κι ο αλέκτωρ Σπινόζα δεν φώναζε μέσα απ’ το βαθύ όρθρο της φιλοσοφίας ‘η επιθυμία είναι η φύση του ανθρώπου’;
Τελεία και παύλα.

Τι είπατε; δεν σας ακούω… Ορίστε;… Μιλάτε; Πιο δυνατά Δεν σας ακούω. Α, ήταν παύση, αγαπητέ, σιωπή. Δυσπιστείτε απέναντι στα σημεία στίξης για το χάος που μπορεί ν’ ανοίξουν. Ανάμεσα σε μια τελεία κι ένα κεφαλαίο μεσολαβεί το κενό, πρέπει να πηδήξεις, να κάνεις τον ζογκλέρ με τις λέξεις πάνω από την άβυσσο, όπως έλεγε ο φίλος μου ο Βλαδίμηρος. Ένα παραπάτημα, ένα λάθος και την έβαψες. Η ίδια η γλώσσα είναι το λάθος της ανάρρωσης από την ηδυ-πάθεια του ‘πραγματικού’. Να θέλει να δώσει νόημα στον κόσμο, να συλλάβει τον κόσμο στα μέτρα αυτού που μιλάει, ένα πάντα μέσα στο ποτέ. Μια πετυχημένη απόπειρα διασκέδασης του Λάθους, μια οδυνηρή και παρήγορη προσπάθεια υπέρβασης του Λάθους: μόνος με τον Άλλον.
Έτσι, το Λάθος στη Γλώσσα συνδέεται ευθέως με τη Γλώσσα ως Λάθος.
Το Υποκείμενο – φορέας του Λάθους θα παρεκτραπεί άθελά του από το λάθος που δεν μπορεί να σηκώσει. Το λάθος στη γλώσσα είτε ως παραδρομή, είτε ως ποίηση – όλη η ποίηση είναι μια παρά φύσιν ανάδυση της γλώσσας, μια αδυναμία του συμβολικού να χρησιμοποιήσει ‘σωστά’ τον παραδειγματικό και συντακτικό άξονα, μια κατ’ ευθείαν έστω και μεταμφιεσμένη γλωσσικά ανάδυση του 'πραγματικού' (σκεφτείτε το ακατανόητο: η ποίηση ως λάθος να θέλει να βάλει ‘μέτρο στο χάος του κόσμου’) – αναδεικνύει το Υποκείμενο, κληρονόμο του ‘πραγματικού’, αυθεντικό εκπρόσωπο του εαυτού του, επαναστατημένο – σε πείσμα του Τσόμσκι (αλήθεια έχετε σκεφτεί ότι ο Τσόμσκι παρ’ όλες τις ρηξικέλευθες πολιτικές του ιδέες υποστηρίζει ως κανονικότητα του υποκειμένου την ένταξη του, άνευ λάθους, στην κανονικότητα της γλώσσας και το τι σημαίνει αυτό;) – ενάντια στη σύμβαση, μια απεγνωσμένη προσπάθεια δραπέτευσης από τις συντεταγμένες της Λογικής, από τις Λεβιστρωσικές συνιστώσες του ιστού, από την δευτερογενή διαδικασία της σύμβασης.
Μια επίκληση, παράδοξη, ενίοτε έως σχιζοφρενική να εισακουστούν οι προσευχές να δώσει ένα χεράκι το ‘πραγματικό’.

Το Υποκείμενο είναι Υποκείμενο επειδή είναι λάθος. Επειδή έχει την δυνατότητα να κάνει λάθος στο Λόγο, στη σκέψη του, στη ζωή. Σαν τα παιδιά, σαν τους επαναστάτες, σαν τους ποιητές, σαν τους ερωτευμένους. Η Ιστορία προκύπτει από λάθη που εισέρχονται στη συμβατική της ροή, για να αναγνωριστούν εν συνεχεία ως σύμβαση και να εγκυμονήσουν τα νέα λάθη. Το λάθος είναι η ίδια η Ιστορία στην εξέλιξή της, όπως ακριβώς στην επιστημολογία των επιστημών, θα ‘λεγε ο Κουν όπου η σύλληψη του λάθους καθιστά μεταβλητή την συνείδηση ως συνείδηση λάθους.
Ο Πολιτισμός, η Κοινωνία, η Επιστήμη, η Τέχνη υπάρχουν επειδή προσπαθούν να εγκιβωτίσουν το λάθος που αλλιώς θα τα διέλυε. Η εγκιβωτίωση αυτή όμως, θα εγκυμονήσει  τον κίνδυνο στους ίδιους αυτούς θεματοφύλακες της συμβατικής ροής. Οφείλουμε να υπάρξει ένα στιγμιαίο σβήσιμο του μεγάλου Άλλου θα 'λεγε ο Ζίζεκ. Η Πολιτική, ο Νόμος δεν είναι παρά η εμπράγματη αναφορά του Λόγου στην αποφυγή του Λάθους. Ο Μπαντιού το εκφράζει λέγοντας 'η αλήθεια αναδύεται μέσω της 'εξάρθρωσης' της ίδιας της τάξης που την έκανε να υπάρχει'.
Μια Ρήξη.


Tι είπατε; Δεν σας ακούω καλά… Για το πούνκτουμ στη φωτογραφία; Α, με τον Ρολάν, γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Από τότε που ζούσαμε στο Παρίσι. Πρώτα έφυγε εκείνος. Εγώ, έφυγα μετά. Αλλά, συναντιόμαστε, αρκετά συχνά θα ‘λεγα, στα γνωστά μπαράκια: ‘Φωτεινός θάλαμος’, ‘Βαθμός μηδέν’, το ‘Κενό του Τόκυο’.
Χθες, συναντηθήκαμε στο ‘Φωτεινό θάλαμο’. Ήταν κι άλλοι. Σχολιάσαμε τη φράση του ‘για να δεις σωστά μια φωτογραφία πρέπει να κλείσεις τα μάτια.’ ‘Σωστά;’ ‘Ναι, σωστά.’ Υπάρχει λάθος τρόπος να βλέπεις μια φωτογραφία; Μα φυσικά. Η Φωτογραφία, όπως η Τέχνη, μας σταματά την όραση, δεν βλέπουμε πίσω από την φωτογραφία, το πίσω μέρος της φωτογραφίας, που είναι η χαμένη μας πατρίδα, ο τόπος που δεν έχουμε. Η νοσταλγία της φωτογραφίας δεν αφορά την εικόνα της αλλά γίνεται ολόκληρη ένα σημαίνον, μια κλειστή πόρτα για τον τόπο που δεν έχουμε.
Και γι’ αυτό, σκεφτόμαστε. Είναι η γενέθλια γη της σκέψης μας. Ψάχνουμε εκείνο που δεν βρίσκουμε μπροστά μας, κατάματα. Μα κι εδώ αδιέξοδο, να μην πω τρομοκρατία, στη θέαση του άλεκτου, του ανείπωτου. Χαμένοι από παντού, ας βγάζουμε φωτογραφίες, λοιπόν, για να ξεχνάμε. Την σύμβαση της πραγματικότητας της εικόνας και της λέξης. Το χάος που αποκρύπτεται.

Η φωτογραφία τα καταφέρνει. Μας φοράει μια εικόνα, την εικόνα της, την εικόνα μας ως όντα που τα έχουμε καταφέρει. Η φωτογραφική πραγματικότητα από τον φωτογράφο κυρ-Θεό στημένη ως πραγματικότητα του κόσμου, ως κάλεσμα να εισέλθουμε εντός του αλλά όχι να τον παραμερίσουμε. Λίγοι το αποτόλμησαν. Και τι κατάφεραν; Τίποτα.
Σαν τον Γουΐτκιν. Το ‘μέσα’ από την επιφάνεια γίνεται μια εικόνα που κρύβει το πιο ‘μέσα’.

Τότε, ενώ ήταν σιωπηλός ως εκείνη τη στιγμή, πετάχτηκε ο Καρερά και με ένταση στη φωνή: ‘φωτογραφίζουμε για να μην βλέπουμε. Η φωτογραφία πραγματοποιεί το παλιό υπαρξιακό σχέδιο της Δύσης, σε μια τελευταία απόπειρα, επιτυχημένη, ν’ αμυνθεί ο άνθρωπος έναντι του ανυπόφορου γεγονότος της ζωής, Η φωτογραφική πράξη δεν προέρχεται από αγάπη για τα πράγματα, ούτε από επιθυμία αναμνήσεων, αλλά από την απλή και καθαρή επιθυμία του ανθρώπου, να μεταποιήσει την ύπαρξη σε σημείο-να ζει χωρίς βλέμμα, χωρίς σκέψη, χωρίς νόηση’.

Σε κείνη την έκθεση στο Παρίσι, που λέγαμε, ‘Η Ζωγραφική ως Έγκλημα’, καταγγέλλουν οι εικόνες την δήθεν αγγελική φύση του ανθρώπου ως παραπλανητική της ιστορίας της τέχνης και της φύσης του ανθρώπου. Δηλαδή, τι να δείξουν; Ότι και να δείξουν, εικόνες θα ‘ναι, πάλι θα κρύβουν. Γιατί, το λάθος δεν είναι ο τρόπος αναπαράστασης. Είναι η όποια αναπαράσταση. Η όποια θεατρική, εικονική, λεκτική, μουσική προσέγγιση είναι λάθος, αφού το Λάθος που υπαγορεύει εν κρυπτώ, δεν συλλαμβάνεται γιατί είναι αδύνατον ν’ αποδώσει τον εαυτό του ως άλλο από αυτό. Η σύλληψη της έκφρασης του δεν μπορεί παρά να είναι λάθος γιατί το ίδιο υπάρχει ως αδυναμία έκφρασης του είναι του αφού, είναι αυτό που είναι.
Άντε κι ο τακτοποιητής Θεός να το εκφράσει με καμιά Μεταφορά. Με μια λάθος Μεταφορά που θα συγχέεται με τη Μετωνυμία. Αλλά αυτό είναι όλο κι όλο. Γι’ αυτό οι άνθρωποι όταν κοιτάζουν ένα έργο τέχνης δεν συναντιούνται σ’ αυτό που βλέπουν αλλά στην αφαίρεση, σ’ αυτό που δεν βλέπουν. Όπως λέει ο Τζέκι, η όραση είναι ένα λάθος του αμφιβληστροειδούς.

‘Τα τέρατα που γεννιούνται από τον ύπνο της λογικής’ είναι τα παραμορφωμένα από την πίεση λάθη που ζαλισμένα βγαίνουν να διεκδικήσουν τη θέση τους στο φως. Λάθος τους, αλλά άντε να τους το πεις. Τα τέρατα είναι η πιο αυθεντική και γνήσια εκδήλωση του πνεύματος συμβιβασμένα σε εικόνα για να μπορέσουν να έχουν πρόσβαση στο συμβολικό. Γιατί πώς να δείξουμε αυτό που δεν έχει εικόνες και κανένας δεν είδε; Ωστόσο, είναι η τελευταία τους ελπίδα να επανέλθουν στο ορατό, αφού δεν απορροφήθηκαν από τη γλώσσα.
Μην ξεχνάμε, ότι αυτό που αποκλείεται από το συμβολικό επανέρχεται στο ‘πραγματικό’. Κι ο φίλος μας ο Λούντβιχ που ήταν παρών στη συζήτηση, έκανε το λάθος να πει, νομίζοντας πως υπερθεματίζει, ότι αυτό που δεν λέγεται, αυτό δείχνεται. Και η γλώσσα η λογικομαθηματική που μας μίλησε, όπου το μη-νόημα δεν έχει θέση αφού ότι δεν λέγεται δεν είναι εκεί, δεν είναι παρά η γλώσσα του ψυχωτικού που δίνει νόημα σε όλα, ξορκίζει το λάθος – ο παρανοϊκός ως λάθος δεν κάνει ποτέ λάθος – από έλλειψη αντοχής για το χάσμα του λόγου, έλλειψη πατρικής μεταφοράς.

Τι ακούω; Το ‘Μy way’ είναι, Κύριε. Όχι με τον Σινάτρα. Ο Σινάτρα είναι γλυκός και ηρωικός σαν εξόδιος ακολουθία. Με τους Σεξ-Πίστολς. Που επιτίθενται ειρωνικά στο Λάθος αποκλείοντας του τη θέση του σωστού παρ’ ότι είναι η μόνη δυνατότητα Λάθους.

Και ξέρετε κάτι, Κύριε; Η ζωή που παίρνεται λάθος πάλι σωστή είναι. Δεν μπορεί να ‘ναι αλλιώς. Ποιος κρίνει; Ποιος μετανιώνει; Η πλήρης αλλαγή της ζωής δεν προϋποθέτει εκείνη του λάθους που θα επιφέρει την αλλαγή;

Αχ, η ζωή, Κύριε, δεν μπορεί να κριθεί αν θα ‘ταν άλλη και σωστή γιατί βαθιά η επιθυμία υπαγορεύει την αόρατη ευχαρίστηση την καλυμμένη με το κόστος ότι θα ‘θελα η ζωή μου να ‘ναι αλλιώς.

Τι αποτυχημένος είναι αυτός που δεν έκανε ποτέ λάθος!...

Ας διεκδικήσουμε το λάθος ως τη μόνη σωστή απόφαση της ζωής μας.

Να φτιάξουμε ένα 'Μουσείο των Λαθών'.
Να φτιάξουμε ένα 'Λεξικό των Λαθών του Ανθρώπο' και ένα προσωπικό λεξικό των λαθών του καθενός. Γιατί αυτό που θα μιλά θ’ αναδεικνύει την Ιστορία μας. Θα δίνει απάντηση στο ποιοι είμαστε.

Ο άνθρωπος ορίζεται ως Υποκείμενο των Λαθών του. Αυτό που δεν θέλει να ξέρει. Αλλά το κάνει. Κι αφού ρουφήξει την ευχαρίστηση, ύστερα τρέχει γρήγορα-γρήγορα να προλάβει το λεωφορείο του σωστού. Βαθιά μετανιωμένος, δηλαδή βαθιά γλυκαμένος από το λάθος που τον ανέδειξε σε Υποκείμενο της επιθυμίας του. Το λάθος κάνει τον Άνθρωπο. Ουδέποτε ο άψογος στρατιωτικός βηματισμός μπορεί ν’ αναδείξει τον Ένα. Το λάθος μιλά για την επιθυμία, ορίζει τον Άνθρωπο ως Υποκείμενο λόγου.

Να φτιάξουμε κι ένα ‘Λεξικό των Παρ’ ολίγον Λαθών’, όταν δηλαδή την γλυτώσαμε από το λάθος, όταν δηλαδή κάναμε Λάθος. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, Κύριε, γιατί ο άνθρωπος έλκεται από την αμαρτία, την αστοχία, την απιστία, το ψέμα, το παραστράτημα… Γιατί αν παραμείνει χωρίς αταξία στον άψογο στρατιωτικό βηματισμό της Κοινωνίας, της Ηθικής, της Θρησκείας, της Λογικής ουδέποτε θα έχει την εντύπωση ότι έζησε. Η προσαρμογή είναι ο δήμιος της ενικότητας.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, Κύριε, γιατί μας θέλουν όλους ίδιους, να σκεφτόμαστε το ίδιο, να πεθάνουμε ίδια...
Βέβαια, το να καταπολεμάς το Λάθος ως ενάρετος ή Άγιος μπορεί να έχει την ίδια αξία με το να πράττεις αφού η φρικίαση της αγαλλίασης δεν προκύπτει από ότι το νίκησες – αυτό είναι το ψέμα – αλλά απ’ ότι βρέθηκες στα δίχτυα του. Από τα οποία δεν θέλει κανείς να ξεφύγει και παραμένει αιώνια κάνοντας ότι αντιμάχεται αιώνια με το Λάθος που του προσφέρει αυτή την ηδονή. Σαν τους ταξιδιώτες, που κλείνουν τ’ αυτιά τους επιδεικτικά στο τραγούδι των σειρήνων για να συλληφθούν από το φοβερό τους όπλο, την σιωπή, μας λέει ο Κάφκα.
Όταν το βέλος φύγει οφείλει να βρει το στόχο του κάνοντας Λάθος. Ν’ αστοχήσει. Ν’ αμαρτήσει.

Με τι πάθος, γαλήνιο πάθος, υποστηρίζει ο φίλος μου ο Ζαν-Πωλ ότι ο άνθρωπος είναι ένα άχρηστο πάθος!..
Με τι συνταρακτική ηρεμία τραγουδάει ο Ουράνης: 'αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια, το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε'.

Ας περιπλανηθούμε μέσα στο Λάθος, μέσα στο ταξίδι της ζωής.*
‘Τίποτα το ουσιαστικό δεν έχει ακόμα παραχθεί στον κόσμο. Η τελευταία λέξη του κόσμου επί του κόσμου δεν έχει ακόμα παραχθεί’, λέει ο Μπαχτίν.

Ας δώσουμε χώρο στο λάθος. Ας συν-χωρήσουμε το Λάθος.
Αγάλλου εν λάθει, καλέ μου Κύριε.
Μη φοβού.

Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε λάθος ούτε σωστό.
Ο άνθρωπος, ένα Κάτι-Τίποτα.
Κάτι, επειδή σκέφτεται.
Τίποτα, εκ των πραγμάτων.

Το λάθος τον σώζει.


* Το κείμενο αυτό και ο συλλογισμός που αναπτύχθηκε μπορεί να είναι Λάθος.
Ε, και!… Τι σημασία έχει; Σημασία έχει, σαν τον ήρωα του Ο. Παμούκ στο ‘Μουσείο της αθωότητας’, ν’ αναφωνήσουμε  στο τέλος, με πλήρη επίγνωση της άγνοιας του Λάθους: ‘ Έζησα μια ευτυχισμένη ζωή!’

 

 

blank page | έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία