Ποίηση - Το Επέκεινα στην Τέχνη... στη Ζωή...

Βραδιά Ποίησης
Δευτέρα 9 Μαΐου 2011, 20:00

Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων

Ακαδημίας 50, 1ος όροφος, Είσοδος ελεύθερη


Επιμέλεια - Παρουσίαση Προγράμματος

Λιλή Ντίνα

 

Το επέκεινα στη ζωή και στην Τέχνη

Η ανθρώπινη σκέψη όταν δεν είναι γραμμική, περιέχει ένα στοιχείο πίστης. Αυτή η πίστη, δεν είναι θεολογική, δεν είναι άθεη είναι εκσκαφέας αλήθειας, ενίοτε και πρόπλασμά της και πάντως σε συνεχή διάλογο μαζί της. Πάνω σε παρόμοιους δρόμους, πιστεύω, θα βαδίσουν και οι ποιητές , «καθ’ύλην αρμόδιοι» να καταθέσουν τις σκέψεις τους, για το έσχατο όριο και το εκείθεν του.


Απαγγέλλουν οι ποιητές

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Νάνος Βαλαωρίτης

Χάρης Βλαβιανός

Βασίλης Ζηλάκος

Γιάννης Καλπούζος

Θεώνη Κοτίνη

Γιώργος Μαρκόπουλος

Φλώρα Ορφανουδάκη

Σωτήρης Παστάκας

Μανώλης Πρατικάκης

 

 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκυτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μηπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε όλοι εμείς.

Πως οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ'αυτό που πρώτο λειώνει:
το σώμα.

Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ'ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει...

Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδιασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο'
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω'
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.


Νάνος Βαλαωρίτης

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΕΓΓΥΗΜΕΝΗ (απόσπασμα)
(Από την ομώνυμη συλλογή)

Θα συνεχίσω να γράφω και μετά θάνατον;
Έχω γράψει σε ώρα τροπικής θύελλας,
τις παραμονές του θανάτου - κι όταν το πλοίο βυθιζόταν
τραγούδησα στο κατάστρωμα,
κι όταν γκρεμίζονταν οι κολόνες του ναού,
έκρουσα τις φωνητικές μου χορδές με την τελευταία μου πνοή.
Έγραψα σε ώρες διακοπής ρεύματος μες στο σκοτάδι
σε ώρα ψυχικού κλονισμού, παγιδευμένος κάτω
από χαλάσματα χωρίς αέρα κι αντικρίζοντας
εκτελεστικά αποσπάσματα δικτατοριών.
Έγραψα σ' εκκωφαντικές συναυλίες σκληρού ροκ
και στο κρεβάτι μου όταν κοιμόμουνα:
Τώρα χρειάζομαι μόνο χαρτί και καλαμάρι
να συνεχίσω να γράφω στον αιώνα τον άπαντα.
Μα που θα βρω χαρτί και καλαμάρι στον τάφο;
Χμ, δεν το είχα σκεφτεί αυτό.
Θα πρέπει να τα παραγγείλω εγκαίρως από πριν.
Και σε μεγάλες ποσότητες. Μα τι θα κάνω αν σαπίσει;
Τότε θα πρέπει να γράψω με πνευματική πένα σε πνευματικό χαρτί.
'Η ακόμα καλύτερα, θα υπαγορεύσω σε κάποιο ζώντα συγγραφέα,
στοιχειώνοντας τον αφού πεθάνω.

Έτσι άλλωστε ο τυφλός Μίλτονας δεν υπαγόρευε
στην κόρη του κάθε μέρα τη συνέχεια του
"Παραδείσου Απολεσθέντος",
όπως την είχε σκεφτεί την προηγούμενη νύχτα,
κι ο Iρλανδός Φέρντους Μακρόιχ δεν υπαγόρεψε
το επικό αφήγημα του "Τέιν" από τον τάφο του,
σε κείνον που το κατέγραψε,
κι ο Όμηρος δεν έκανε έκκληση στις Μούσες
να τον βοηθήσουν με την Ιλιάδα και την Οδύσσειά του,
κι όπως μαρτυρούν οι ηθοποιοί που φτιάξανε την
πρώτη έκδοση των έργων του,
το χέρι του Σαίξπηρ δεν έγραφε απ' ευθείας ό, τι σκεφτότανε
χωρίς να σβήνει ποτέ του τίποτα, κι ο Ουίλιαμ Μπλέικ δεν
αντέγραφε τον "Μίλτονα" του από ένα άλλο μεγάλο ποίημα που υπήρχε κάπου στο Υπερπέραν κι ο...


Χάρης Βλαβιανός

ΠΑΟΥΛ ΚΛΕΕ: "ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ¨
(Από τη συλλογή "Διακοπές στην πραγματικότητα)

Πέθανε από σκληροδερμία(σπάνια ασθένεια)
σ'ένα κοινό νοσοκομείο του Λοκάρνο(29 Ιουνίου 1940)
λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Ήταν μόλις εξήντα.
Τρία χρόνια νωρίτερα
το ναζιστικό καθεστώς είχε οργανώσει έκθεση στο Μόναχο
με τίτλο "Εκφυλισμένη τέχνη"
στην οποία είχε συμπεριλάβει δεκαεπτά πίνακές του.

Σε επιστολή του στον φίλο του Βιλ Γκρόμαν τρεις μήνες πριν από το τέλος σημείωνε:
"Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα έργα μου
ακολουθούν τον δρόμο του τραγικού.
Πολλά το επιβεβαιώνουν λέγοντας ότι "ήγγικεν η ώρα"

Τα λόγια που αναγράφονται στην επιτύμβια στήλη
στο κοιμητήριο Schlosshalde στη Βέρνη, είναι δικά του:
"Δεν θα γίνω κατανοητός σ'αυτόν τον κόσμο,
γιατί νοιώθω το ίδιο άνετα με τους νεκρούς
όσο και μ'αυτούς που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη-
πλησίασα λίγο πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας

όμως βρίσκομαι πολύ μακριά της".
Όταν ρωτήθηκε γιατί ζωγραφίζει, απάντησε:
"Γιά να ζήσω δύο-τρεις μέρες ακόμη
μετά τον θανατό μου"


Βασίλης Ζηλάκος

ΝΕΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΧΑΡΑΞΑΝ ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ
στον Αντώνη Γκάντζη

1
Απόβραδο
σιγούν τα ξύλα στους δρυμούς —
τα χέρια στου κορμιού το μέρωμα
παύουν τις ώρες σου να ξυπνούν·
δεν τρυπουν τον αγέρα
δεν σ' αγγίζουν...

Κρυστάλλινα δάχτυλα
μορφές απαλές σαν χιόνι
στο διάστημα ρίχνουν πέτρες
και στάχτες θορυβώδεις.

Μια ενθύμηση αργοκίνητη
γεμάτη εντιμότητα
που σπέρνει τη βαθυγάλαζη γαλήνη
κι η πλάση μες στην έξαψη υποχωρεί.

2
Στα δέντρα
πουλια ορθροκύανα
μνημονεύουν την αποκαθήλωση
των οριζόντων.

Εκεί που κάτι έχει υπάρξει
ίσως μια νότα ή η μουσική
κάτι άλλο τη γη ξανά ονειρεύεται...

Τη στιγμή που ο γύπας
χώνευε το σπλάχνο του Προμηθέα
μικρή καμπάνα καλούσε σε τόπο μακρινό:
Γριάς το χέρι εκεί έγνεθε
Σκιάς το χέρι εκεί έσκαβε
και ευωδίαζε η άνοιξη με κόκκινο μαγνάδι.

Τί σου μήνυε το δάκρυ μου καπνισμένο;

Λύγιζε τις δενδροκορφές, σβώλιαζε τον ουρανό.


Γιάννης Καλπούζος

ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ ΝΥΧΤΑ (απόσπασμα)

Δραπετεύουν οι λέξεις.
Γίνομαι θηρευτής.
Να τις συλλάβω. Με καλάμια, με λυγιές να πλέξω καλάθια.
Έτσι κουβαλώ το νερό μου.
Λέω πως μεταφέρω ποτάμια στο βουνό.
Θάλασσες στα μάτια σου.
Σύννεφα να σκεπαστείς.
Πάω, έρχομαι ολονυκτίς. Τρέχω στα λιβάδια. Λάμπουν οι λέξεις μες στη
νύχτα. Αναβοσβήνουν σαν πυγολαμπίδες. Τις χτυπώ με την παλάμη και
πέφτουν. Τις φυλακίζω σε μπουκάλια.
Νερό που φωσφορίζει. Τις ορίζει το φως. Με ορίζει το βλέμμα σου. Δεν
ορίζω τίποτε.
Ορίζω.
Ορισμός.
Ορυκτό του νου. Σελίδες όπου πυροβολεί το αλφάβητο. Στίγματα της
επίθεσης των αοράτων.
Μην αιχμαλωτίζεσαι. Μην διαβάζεις τα στίγματα. Να τ’ ακούς. Να τα
μυρίζεσαι. Να τα βλέπεις να χορεύουν.
Όπως χορεύουν οι Ηπειρώτες.
Όπως ακροπατούν ή χάνονται στις φλόγες. Έτσι. Σα να τους τραβά τα
πόδια ο θάνατος. Να τους μαγνητίζει κι ο ουρανός.
Απομαγνητίζεται ο ουρανός. Μ’ εγκαταλείπει. Σήκωσε αέρα και γέμισαν οι
δρόμοι γύφτικα τσαντίρια. Στις ταράτσες στροβιλίζεται ο προηγούμενος αιώνας
κι ο τωρινός. Κατέβηκε κι ο Θεός να κατασκοπεύσει. Ύψωσε κι ο Εωσφόρος
περισκόπιο. Τι να δουν. Τίποτε το ασυνήθιστο.
Άνοιξαν οι ασκοί του Μίδα. Μάνητα και παραφροσύνη.
Θηλυκά κι αρσενικά σφάζονται επί ίσοις όροις.
Τα θύματα κομματιάζονται και τα ρίχνουν να θρέψουν τους απογόνους
τους. Παστώνουν μόνο τους φαλλούς και τους κρεμάνε στις γωνίες, σαν
εικονοστάσι. Κάτι να βρουν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος, των ανερώτων
εποχών.
Αμήν.
Όσο κυκλοφορεί ελεύθερος ο θάνατος, θ’ αντέξουμε τη ζωή.
Όσο η νύχτα ξεβάφει τα χρώματα μόνο εγκαύματα θ’ αφήνει το βάσκανο
φως.
Αχολογούν μπουμπουνητά.
...

 

Θεώνη Κοτίνη
(Από τη συλλογή «Θεός ή Αγάπη», Γαβριηλίδης, 2010)

ΑΜΑΡΤΗΣΑ Κύριε
όσους αγαπώ τους έχω πενθήσει ζωντανούς
Έφευγα Κύριε
και είναι πολλοί αυτοί που αρνήθηκα
που εγκατέλειψα στην ανωνυμία
Σύλησα Κύριε το ναό σου
με αυτάρεσκη άγνοια
δεν γνώριζα
πως η ροή της παπαρούνας στ’ αεράκι
ρίχνει το αίμα σου σπορά στο νέο χορτάρι
Σε χλεύασα Κύριε
το μόνο θαύμα που έμαθα
είναι να κάνω το κρασί νερό
και το ψωμί ένα ψίχουλο
Ήμουν πάντα απούσα
από τον όρθρο των πουλιών
όταν μπορείς να δεις το φως
να επείγει
οξύ και λίγο
σαν σπάθισμα χελιδονιού πάνω απ’ τον ύπνο
Είπα ψέματα Κύριε
πως ελπίζω
κι ας είμαι απ’ αυτούς
που πότε δεν πίστεψαν
που ποτέ δεν άλλαξαν
που ποτέ δεν πάλεψαν
να κρατήσουν κοντά
την αγάπη


Γιώργος Μαρκόπουλος

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
(Από τη συλλογή "Ο κρυφός κυνηγός")

Με χέρι στιβαρό και γενναία καρδιά
αποκαλύπτει τη φθορά απ'τις φόδρες της.
Ο λόγος της πουλί μαύρο που χέρι απρόβλεπτο
ψάχνοντας γιά κάτι άλλο το ξεβόλεψε απ'τη φωλιά του'
αψύς και θερμός λόγος,νήπιο κλάμα μωρού
και πρώτο δόντι βγαλμένο παιδιού
σε πετσέτα λευκή βαπτίσεως,κόκκινο, ματωμένο.

Φωνή λέαινας αλλά και παράπονο γυναίκας
που ξεντύνεται στο άλλο δωμάτιο
ύστερα από ματαίωση πολυπόθητης εξόδου.
Ήχοι βημάτων ακαθόριστων,επισκέψεων θανάτου.
Μουσική κλαγγή ξύλου, ομιλίες σιωπών, χάσματα κενών
και μπαρούτη λαχανιασμένη σε κοιλώματα βροχής.
Προαίσθημα φόβου ακόμη και φθινόπωρο, θάλασσα,
εξοχή, δάκρια, παρελθόν, ενάργεια μοναξιά
και στο βάθος της λίμνης
το δαχτυλίδι της μνήμης να λάμπει.


Φλώρα Ορφανουδάκη

Η ΠΤΩΣΗ
(Από τη συλλογη "Το χαμένο 'Ιλιο")

Οι κορυφογραμμές της ψυχής μου
ληστεύουν την απειρία της οιμωγής
Το σώμα μου διάτρητο.από φτερούγες μελανόμορφωναγγέλων.Η φωνή μου διοχετεύεται
εις τον πορθμόν της απορίας.
Συνοδεύω την αδιάβλητηορθότητα του ονείρου.
Τα διαστήματα σκορπίζονται
στη θέα της φυγής μου.
Το αχνό τρέμουλο της μέρας
μετουσιώνεται εις αιμα.Η ασίγαστη ατραπός
της ανάγκης διοχετεύεται
σ’ ένα Σταθμό Πρώτων Βοηθειών.

Φραγμένα τα περιβόλια
της αδιαπτώτου θυσίας.Ακανθώδεις οι νηρηΐδες
της στιλβωμένης νεότητας.
Το ανείπωτο θερίο του θανάτου
ξεβράστηκε στην παραλία
της θελήσεώς μου.Εδίστασα ως προς το αναγκαίο
του ιδίου μου του πένθους.
Αι ύσταται συντριβαί των πρυμνέων
μαρτύρων δεσπόζουν εις την μνήμην μου.Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο…


Σωτήρης Παστάκας

ΤΟ ΤΡΙΤΟ

Κάθε φορά που συντονίζομαι στο Τρίτο
είναι σα να συναντάω δυο - τρείς φίλους
που ακούν αποκλειστικά Τρίτο Πρόγραμμα
και να συνομιλώ μαζί τους. Κάθε φορά
που συντονίζομαι στο Τρίτο, συντονίζομαι
στο Επέκεινα με τον Γιώργο Δρανδάκη.
Άκουγε μόνο Τρίτο κι ο μακαρίτης.
Πέθανε μόνος κι αβοήθητος με το ακουστικό
του τηλεφώνου στο χέρι, ακούγοντας
πιθανότατα Τρίτο Πρόγραμμα. Τώρα
που μόλις 5 χρόνια με χωρίζουν από την ηλικία
του θανάτου του, αυτό που φοβάμαι περισσότερο
είναι να πεθάνω μόνος μου κι εγώ, αβοήθητος.
Χίλιες φορές ο θάνατος μέσα σε κόσμο, σε πολύ κόσμο.
Ίσως γι' αυτό να ταξιδεύω ασταμάτητα
αυτόν τον καιρό: μην τυχόν και με πετύχει
ο θάνατος μόνο κι ανυπεράσπιστο στο σπίτι.


Μανώλης Πρατικάκης

ΕΛΕΓΕΙΑΚΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ (απόσπασμα δεύτερο)

Όταν είμαστε θλιμένοι γειτνιάζουμε με τους νεκρούς μας
Μας κοιτούν μέσα απ'τα βλέφαρα των δέντρων.
Μας αγγίζουν με αφής λουλούδια
που σε αγάπης σώματα εφημερεύουν.
Είναι παντού κρυμμένοι. Στο τρεχούμενο νερό,
θόρυβο της φαντασίας.Υφαίνουν φευγαλέα
στο μυστήριο μιάς φλόγας τη μορφή του αινίγματός τους
Είναι το αλάτι μέσα στο νερό που περιμένει
τον κρυστάλινο Λόγο μας γιά να πυκνώσει.
Ανασαίνουν μέσα σε δένδρινα συσκοτισμένα σπίτια.
Τα κλαδάκια τους πλέκουν τραγούδι με τους φθόγγους
του περιπλανώμενου πένθους μας.
(Καμιά φορά, σε αμήχανο βράδυ,ψαύοντας τα πλήκτρα
ξυπνά το πιό νωπό τους όνειρο
μέσα στο σχέδιο των ήχων)
Καραδοκούν απρόβλεπτο μοντάζ που συναιρεί
Α-λήθεια και λήθη. Όπως στο όνειρο
που χαιρετιούνται ζωντανοί με πεθαμένους.

Σβησμένα άστρα που προσμένουνε το φως μας.
Καθώς το αίμα τους φωτίζει το δικό μας.

 

 

blank page | έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία